Τρίτη 28 Νοεμβρίου 2017

Νίκος Καζαντζάκης – η ταινία: Πολύ κακό για το τίποτε…



Γράφει η : Βίκυ Ψυλλάκη
Στην περίπτωση της ταινίας του Σμαραγδή για τον Νίκο Καζαντζάκη ταιριάζει γάντι η λαϊκή ρήση «όπου ακούς πολλά κεράσια κράτα και μικρό καλάθι». Το λέω πραγματικά με την πίκρα ακόμη στο στόμα λίγες ώρες μετά την προβολή της ταινίας που παρακολούθησα στον τόπο γέννησης του μεγάλου στοχαστή. Ίσως γιατί και γω περίμενα να δω αν όχι το αριστούργημα, οπωσδήποτε κάτι πιο αξιοπρεπές, που θα σεβόταν πρόσωπα και καταστάσεις.

Αντ΄ αυτού έγινα μάρτυς της πιο ρηχής περιγραφής μιας από τις πλέον ενδιαφέρουσες προσωπικότητες που έχουν, κατά την ταπεινή μου άποψη, περάσει από το παγκόσμιο πνευματικό γίγνεσθαι. Όση ώρα παρακολουθούσα, έλεγα και ξανάλεγα στον εαυτό μου ότι δεν μπορεί, δεν γίνεται να βλέπω αυτό που έβλεπα. Από την μια ήταν φανερή η  πάλη του σκηνοθέτη να προσεγγίσει και να χωρέσει μέσα σε 106΄ λεπτά την περιπετειώδη ζωή ενός τέτοιου ογκόλιθου, από την άλλη όμως το οικτρό αποτέλεσμα απλά σε «ξενέρωνε».
Από πού να πρωτοπιάσω. Από την επιλογή του Σμαραγδή να αφαιρέσει μεγάλα κομμάτια από τη ζωή του Καζαντζάκη; Για παράδειγμα, πουθενά στην ταινία δεν αναφέρεται η πρώτη του σύζυγος Γαλάτεια, η οποία όμως – η ίδια και η οικογένειά της – τον επηρέασε βαθύτατα. Η Γαλάτεια δεν υπήρξε απλά μια σύντροφος, υπήρξε μια πνευματική ανεξάρτητη γυναίκα με δικό της συγγραφικό έργο, αδερφή των συγγραφέων  Έλλης Αλεξίου και του στενού φίλου και συνοδοιπόρου του Καζαντζάκη Λευτέρη Αλεξίου. Και με αφορμή το μεγάλο Χ που μπήκε στη Γαλάτεια, να υπενθυμίσω τη βαθιά σχέση του συγγραφέα με την Κρήτη, σχέση η οποία εξαντλείται στα παιδικά του χρόνια με τον βίαιο πατέρα και στο ταξίδι του σαν υπουργός. Λυπάμαι γιατί ο Σμαραγδής μοιράζεται την ίδια πατρίδα με μας. Αν ρωτήσεις κάποιον που δεν είναι Κρητικός τι αποκόμισε για την Κρήτη από την ταινία, ίσως να θυμάται μόνο το κοντινό πλάνο που έγινε σε κάποια συσκευασία από παξιμάδια (!) και την αναγραφή της ίδιας εταιρίας σε φούρνο υποτίθεται της γειτονιάς (!). Ο.Κ., όλοι αντιλαμβανόμαστε πως για να γυριστεί η ταινία, χρειάστηκαν χορηγοί, αλλά όλα έχουν κάποιο όριο, ειδικά σε υπερπαραγωγές αυτού του τύπου – όπως τουλάχιστον αποκαλούσαν οι πάντες το φιλμ πριν λίγο καιρό (τέτοιου τύπου διαφήμιση δεν γινόταν ούτε σε ελληνικές ταινίες «της σειράς» της δεκαετίας του ‘60). Κατά τα άλλα πάντως, παρά τη γενναία συνεισφορά Κρητών επιχειρηματιών, η ταινία ελάχιστο άρωμα από Κρήτη είχε, ενώ για την Κρητική ματιά του Καζαντζάκη ούτε λόγος!
Εκτός αν η Κρήτη εξαντλείται σ΄ αυτήν την αλλοπρόσαλλη γραφική -έως κωμική- φιγούρα του καπετάν Μιχάλη, που έτσι όπως έχει αποδοθεί (από σκηνοθέτη και ηθοποιό), ξεφεύγει από τον πρωτόγονο πατριωτισμό και ισορροπεί στα όρια της ψυχασθένειας!
Αν πούμε δε για τον τρόπο που η ταινία συμπεριφέρεται απέναντι στον άλλον μεγάλο της ποίησης Άγγελο Σικελιανό, εδώ κι αν βρίθουν οι ανακρίβειες. Ο Σικελιανός εμφανίζεται σε όλη τη διάρκεια της ζωής του με την πρώτη σύντροφό του Εύα Πάλμερ, με την οποία επεχείρησαν να αναβιώσουν τις Δελφικές Εορτές. Με την Εύα τον βλέπουμε να επισκέπτονται στην Αίγινα και να παντρεύουν τον Καζαντζάκη, η Εύα είναι εκείνη που τηλεγραφεί στον Καζαντζάκη  για το θάνατο του φίλου του. Εδώ πρόκειται για μια επιεικώς απαράδεκτη ανακρίβεια. Ο Σικελιανός πολύ πριν την Κατοχή είχε παντρευτεί την δεύτερη σύζυγό του Άννα, με την οποία πήγαιναν συχνά στο ησυχαστήριο της Σαλαμίνας και με την οποία πάντρεψαν από κοινού τον συγγραφέα με την Ελένη, ενώ με την Άννα στο πλευρό του τελείωσε τη ζωή του. Αυτό όμως ίσως είναι το λιγότερο από την όλη απρεπή συμπεριφορά  έναντι του ποιητή. Ο Άγγελος Σικελιανός ούτε λίγο ούτε πολύ παρουσιάζεται μέσα στο φιλμ κάτι μεταξύ καλοκάγαθου αλαζονικού καρτούν και κοινού βαρεμένου ψώνιου. Ο μεγαλοϊδεατισμός του και το ιδιόρρυθμο του χαρακτήρα του αποδόθηκαν σαν στόμφος, με πολλές δόσεις υπερβολής, που οδηγεί κάποιες φορές στο γέλωτα.
Η προσπάθεια να σκιαγραφηθεί μια «αγιογραφία» του Καζαντζάκη είναι εμφανής και από το γεγονός πως αφαιρούνται, σκόπιμα πιστεύω, σημεία από τη ζωή του που μπορεί να προκαλούσαν αμφισβητήσεις και σχόλια. Όλοι για παράδειγμα γνωρίζουμε πως ήταν ενεργό μέλος της τεκτονικής στοάς της Αθήνας από τα φοιτητικά του χρόνια, γεγονός που διακριτικά αποφεύγεται να αναφερθεί.
Καμία αναφορά δεν γίνεται επίσης στην αποστολή που αναλαμβάνει να επαναπατρίσει τους εν Καυκάσω  Έλληνες το 1919, αποστολή που γίνεται η αιτία να γραφεί «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται», στη γνωριμία και συνεργασία του με τον Ε. Βενιζέλο, τον «Πύρινο Κύκλο των Γυναικών» και  τον Παναίτ Ιστράτι, ενώ οι ταξιδιωτικές του εμπειρίες αποτυπώνονται εν είδη καρτ ποστάλ και σαν σχολική περίληψη. Καμία αναφορά στην επίδραση αυτών των πολιτισμών στην ψυχοσύνθεση και στο έργο του Καζαντζάκη, στην «‘Οδύσσειά» του.
Για να μην θεωρηθώ προκατειλημμένη, να παραδεχτώ πως η διανομή ήταν όντως ευρηματική. Ο Παπασπηλιόπουλος στο ρόλο του συγγραφέα και η Καλογήρου σαν Ελένη …«έγραψαν»,  παρά τις όποιες υπερβολές, που όμως θα τις ενέταζα και πάλι στη σκηνοθετική διδασκαλία. Και με την ευκαιρία. Επιλέχθηκε ο βετεράνος Στέφανος Ληναίος να υποδυθεί τον Καζαντζάκη στις τελευταίες του στιγμές στο Φράιμπουργκ. Πραγματικά κανείς δεν αντιλαμβάνεται γιατί ενώ μέχρι τα 73 του τον υποδύεται ο Παπασπηλιόπουλος, στο κρεβάτι του πόνου έναν χρόνο μετά εμφανίζεται άλλος ηθοποιός, την ίδια στιγμή που η Καλογήρου ως Ελένη επιλέγεται να γερνά.
Πάρα πολύ καλή – παρότι ήμουν αρκετά επιφυλακτική – και η Ζέτα Δούκα που θεωρώ ότι προσπάθησε με αρκετή επιτυχία να υποδυθεί την αξέχαστη Μελίνα (υπήρξαν στιγμές που το πέτυχε στο τρόπο που κρατούσε το τσιγάρο ή που κουνούσε τα χείλη της – μόνο το γέλιο της δεν έπιασε). Απαράμιλλος στον τελευταίο του ρόλο ο Στάθης Ψάλτης σαν μοναχός του Σινά, που απέδειξε για μια ακόμη φορά πως όταν δεν υπερέβαλε, μπορούσε να κάνει θαύματα καθώς και πόσο βαθύτατα τραγικοί είναι οι κωμικοί ηθοποιοί. Αντίθετα ο Θοδωρής Αθερίδης, παρά τις πολύ φιλότιμες προσπάθειές του να αποδώσει τον βαθιά λαϊκό θυμόσοφο Γιώργη Ζορμπά – ένας έξοχος ηθοποιός που εν πολλοίς τα καταφέρνει πολύ αξιοπρεπώς – πέφτει στη σύγκριση, να πάρει η οργή, με το τέρας που ακούει στο όνομα ‘Αντονι Κουίν, τον οποίο όσοι έχουμε δει στην ταινία του ΄64 να χορεύει, ωραίος «σαν  Έλληνας», υπό τους ήχους του γιγάντιου Μίκη Θεοδωράκη, τον  έχουμε ανεξίτηλα ταυτίσει με τον ρόλο.
Αναφερόμενη στη μουσική επένδυση, που τόσο εκθειάστηκε, ε, εντάξει δεν κόβουμε και φλέβες, πέρασε και δεν στάθηκε παιδιά. Από φωτογραφία είπαμε, αυτή η σκηνή στη θάλασσα μάλλον αντιγράφει ολίγον τον «Τιτανικό».
Πάνω απ΄ όλα, όμως,  εκείνο που έλειπε από τη νέα αυτή προσπάθεια του Γ. Σμαραγδή, που ήρθε να ολοκληρώσει με τον τρόπο αυτό τη σκηνοθετική του ματιά στον Ελ Γκρέκο λίγα χρόνια νωρίτερα, ήταν η ίδια η σκέψη του Καζαντζάκη, η ψυχή του. Δεν μπόρεσε δηλαδή να δώσει στον ανυποψίαστο θεατή λίγη από τη γεύση, από αυτό το κάτι άλλο, το ιδιαίτερο που έφερε σε τούτο τον κόσμο η παρουσία ενός τόσο ξεχωριστού πνεύματος. Το εγχείρημα ήταν δύσκολο, δε λέω, το αποτέλεσμα όμως αντικειμενικά ήταν πολύ… λίγο. 
Σε γενικές γραμμές και χωρίς να είμαι ειδήμονας του κινηματογράφου – εξακολουθώ να συστήνομαι ωστόσο ως αθεράπευτος θαυμαστής του Καζαντζάκη  από τα παιδικά μου χρόνια – θα χαρακτήριζα την ταινία, που τόσο είχε διαφημιστεί το προηγούμενο διάστημα, επιεικώς ως μια γρήγορη, εμπορική, ρηχή ματιά πάνω σε μια ανεπανάληπτα μοναδική προσωπικότητα, που δεν το άξιζε. Αντί να χάσετε δυο ώρες μέσα σε μια άοσμη κινηματογραφική αίθουσα, παρακολουθώντας όσα μπορείτε να διαβάσετε σε μια γρήγορη βιογραφία, κάντε μια βόλτα κει πάνω στην Τάπια Μαρτινέγκο, στο Ηράκλειο και χαζέψτε από τον τάφο του απέναντι το γίγαντα που κοιμάται, το Γιούχτα. Ίσως τότε να αναπνεύσετε λίγο από το άρωμα που αναζητήσατε στη φιλόδοξη παραγωγή και που τόσο άδικα σας το στέρησαν.
Βίκυ Ψυλλάκη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Αρχειοθήκη ιστολογίου