Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2014

Οι πολίτες παίρνουν την υπόθεση της Ανάπλασης των Λιπασμάτων στα χέρια τους

Προσφυγή πενήντα πολιτών στο Συμβούλιο της Επικρατείας

Πενήντα περίπου πολίτες από το Κερατσίνι και την Δραπετσώνα απ' όλο το πολιτικό-αυτοδιοικητικό φάσμα κατέθεσαν πριν λίγες μέρες στο Συμβούλιο της Επικρατείας μια πολύ σημαντική προσφυγή. Η προσφυγή αφορά τόσο τις αποφάσεις Μανιάτη για την περιοχή των Λιπασμάτων (αύξηση συντελεστή δόμησης από 0,4 σε 0,6, μετατροπή της περιοχής σε Ζώνη Ελεγχόμενης Διάταξης με πρόβλεψη Βιοτεχνικών και Βιομηχανικών λειτουργιών κ.α.), αλλά και το πρόσφατα ψηφισθέν χωροταξικό με το οποίο υπάρχουν μια σειρά αρνητικές προβλέψεις για την περιοχή του Κερατσινίου και για τις οποίες θα επανέλθουμε. Σημειώνουμε απλά ότι με το Χωροταξικό ψήφισε και αποδέχτηκε η πλειοψηφία του απελθόντος Δημοτικού Συμβουλίου. Για την ακρίβεια το ψήφισαν όλοι πλην των δημοτικών συμβούλων της Λαϊκής Συσπείρωσης, του Ζαχαρία Ζούπη και της Χρύσας Μυργιαλή. Ασφαλώς θα επανέλθουμε και σ' αυτό το θέμα.

Προς το παρόν παραμένουμε σ' αυτή την σημαντική πρωτοβουλία πολιτών που εκπέμπει ένα μήνυμα ελπίδας απέναντι στις αρνητικές για την περιοχή εξελίξεις (αποφάσεις Μανιάτη, Χωροταξικό, ολοένα και αυξανόμενες οχλούσες δραστηριότητες απλό πλευράς Μελισσανίδη κ.α.). Αξίζει να αναφέρουμε ορισμένα ονόματα από τους υπογράφοντες, για να φανεί και το εύρος των δυνάμεων που συμμετέχουν σ΄αυτην την κίνηση:

Νίκος Μπεάζογλου, Γιώργος Τσιρίδης, Ζούπης Ζαχαρίας, Εύη Καρακώστα, Μάνος Γλαμπεδάκης, Θανάσης Καλογιαντσίδης, Λάκης Ιγνατιάδης, Νίκος Μαρτάκης, Χρήστος Σγαρδέλης, Μαρία Αργυροπούλου, Μαρία Μαρκάκη, Μαρία Χαϊκάλη, Μανώλης Βαρβαντάκης, Μαρία Ηλιοπούλου.

Το πλήρες κείμενο της προσφυγής είναι το παρακάτω:

ΕΝΩΠΙΟΝ  ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΚΑΤΑ
των Υπουργού και Αναπληρωτή Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και  Κλιματικής Αλλαγής που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Αμαλιάδος, αριθμ.17,
Για την ΑΚΥΡΩΣΗ
  1. Της υπ’αριθμ. 20422/15.4.2014 αποφάσεώς τους (ΦΕΚ τεύχος Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων και Πολεοδομικών Θεμάτων 142/5.5.2014) για την  «Έγκριση Τροποποίησης του Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου (Γ.Π.Σ.) της Δημοτικής Ενότητας Κερατσινίου του Δήμου Κερατσινίου – Δραπετσώνας»,
  2. Κάθε άλλης συναφούς πράξης ή παράλειψης της Διοίκησης, ρητής ή σιωπηρής, προγενέστερης ή μεταγενέστερης.
- - - - - - - - - - - - -
Με την υπ’αριθμ. 20422/15.4.2014 απόφαση των  Υπουργού και Αναπληρωτή Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και  Κλιματικής Αλλαγής, η οποία δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, Τεύχος Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων και Πολεοδομικών Θεμάτων με αριθμό  142, την 5.5.2014,  εγκρίθηκε «η τροποποίηση του Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου (Γ.Π.Σ.) της Δημοτικής Ενότητας Κερατσινίου του Δήμου Κερατσινίου – Δραπετσώνας», με την οποία επιβάλλονται εκτεταμένες πολεοδομικές ρυθμίσεις στη Δημοτική Ενότητα Κερατσινίου, του ενιαίου Δήμου Κερατσινίου – Δραπετσώνας, βάσει του ν.3852/2010, και οι οποίες αφορούν τον καθορισμό και την τροποποίηση χρήσεων γης και όρων δόμησης στο σύνολο των πολεοδομικών ενοτήτων της Δημοτικής Ενότητας Κερατσινίου, σε σχέση με τις προβλεπόμενες στο προισχύσαν Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο του Δήμου Κερατσινίου με αριθμό 50491/1391/12.3.1991 (ΦΕΚ Δ’ 206/26.4.1991) , τον καθορισμό Ζωνών κινήτρων και πολεοδομικών μηχανισμών, την ένταξη και την ανάπλαση περιοχών, και τον καθορισμό περιοχής Μητροπολιτικής Παρέμβασης στη Δημοτική Ενότητα Κερατσινίου για την οποία μάλιστα προτείνεται να καθορισθεί ως Ζώνη Ελεγχόμενης Ανάπτυξης με την όμορη περιοχή παρέμβασης της Δημοτικής Ενότητας Δραπετσώνας, όλως αυθαιρέτως, μη νομίμως και καθ’υπέρβαση του αντικειμένου της προσβαλλόμενης πράξεως.
Το Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο του Δήμου Κερατσινίου εγκρίθηκε καταρχήν με τη με αριθμό 50491/1391/12.3.1991 (ΦΕΚ Δ’ 206/26.4.1991) Απόφαση του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. Με τη με αριθμό 9 Απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου, Πράξη 120, που ελήφθη κατά τη Συνεδρίαση της 18.5.2006, ο Δήμος αποφάσισε την τροποποίησή του. Το ΓΠΣ για τον Δήμο Κερατσινίου εντάχθηκε στο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ» 2000-2006.
Εν τω μεταξύ, ο Δήμος Κερατσινίου κατηργήθη βάσει του ν.3852/2010, όπως και ο όμορος Δήμος Δραπετσώνας, ο οποίος επίσης έχει εγκεκριμένο Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο, με τη με αριθμό 51104/1620/ ΦΕΚ Δ’ 207/30.4.1991 Απόφαση του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., και στη θέση των δύο καταργηθέντων Δήμων υπεισήλθε ο Δήμος Κερατσινίου – Δραπετσώνας.
Ο Οργανισμός Ρυθμιστικού Σχεδίου και Προστασίας του Περιβάλλοντος, έχει την αρμοδιότητα για την προώθηση της διαδικασίας έγκρισης των ΓΠΣ στην Αττική, στη βάση του ν. 1337/1983όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με το Ν. 2508/1997.  Στο πλαίσιο της εξέλιξης της διαδικασίας τροποποίησης του ΓΠΣ, το Δημοτικό Συμβούλιο  εξέδωσε τις με αριθμούς 60/2011, 298/2011 και 11/2013 Αποφάσεις του, τις οποίες κοινοποίησε στον Οργανισμό Ρυθμιστικού Σχεδίου και Προστασίας Περιβάλλοντος Αθήνας.
            Εν τέλει, την 5.5.2014 δημοσιεύτηκε στο Τεύχος Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων και Πολεοδομικών Θεμάτων της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως (αρ. φύλλου 142/5.5.2014) η προσβαλλόμενη με αρ. 20422/15.4.2014 Απόφαση των Υπουργού και Αναπληρωτή Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και  Κλιματικής Αλλαγής, για την  «Εγκριση Τροποποίησης του Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου (Γ.Π.Σ.) της Δημοτικής Ενότητας Κερατσινίου του Δήμου Κερατσινίου – Δραπετσώνας (Ν.Αττικής), την οποία προσβάλλουμε, καθώς και κάθε άλλη συναφή πράξη ή παράλειψη της Διοίκησης, ρητής ή σιωπηρής, προγενέστερης ή μεταγενέστερης, έχοντας προφανές έννομο συμφέρον, ως κάτοικοι του Δήμου Κερατσινίου - Δραπετσώνας (ΣτΕ 1507/1997, 557/1999) εμπροθέσμως και παραδεκτώς , για τους κάτωθι αναφερόμενους νόμιμους, βάσιμους και αληθείς λόγους:
             1ος ΛΟΓΟΣ
             Παράβαση νόμου - Παράλειψη υποβολής του προσβαλλόμενου ΓΠΣ σε διαδικασία Στρατηγικής Περιβαλλοντικής Εκτίμησης.

Η προσβαλλόμενη πράξη είναι προδήλως παράνομη και ακυρωτέα, διότι οι τροποποιήσεις που επιφέρει στο Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο του Κερατσινίου και κυρίως οι δραστικές αλλαγές χρήσεις γης σε πολεοδομικές ενότητες και ο καθορισμός περιοχής Μητροπολιτικής Παρέμβασης για το παραλιακό μέτωπο της πόλης, θα έπρεπε να γίνουν αφού ακολουθηθεί η διαδικασία της Στρατηγικής Περιβαλλοντικής Εκτίμησης, όπως αυτή θεσπίζεται με την υπ’ αριθμ. ΥΠΕΧΩΔΕ/ΕΥΠΕ/οικ 107017 (ΦΕΚ Β’ 1225/5.9.2006) κανονιστική κοινή υπουργική  απόφαση και την Οδηγία 2001/42/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου «σχετικά με την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων» και του Συμβουλίου της 27ης Ιουνίου 2001. Μόνον στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής και με τις εγγυήσεις που προβλέπονται θα ήταν δυνατόν να εκτιμηθούν στο σύνολό τους οι σύνθετες και αλυσιδωτές επιπτώσεις που θα επιφέρουν οι εν λόγω τροποποιήσεις των χρήσεων γης και των όρων δόμησης στο φυσικό, πολιτιστικό και οικιστικό περιβάλλον της ευρύτερης περιοχής, αλλά και στην οικονομική και κοινωνική συνοχή της πόλεως του Κερατσινίου.

Συγκεκριμένα, με την ως άνω Οδηγία καθιερώθηκε η υποχρέωση προηγούμενης εκτίμησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων, τα οποία τεκμαίρεται ότι έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, ενώ για σχέδια και προγράμματα τοπικής σημασίας και ήσσονες τροποποιήσεις των προαναφερόμενων σχεδίων επετράπη στα κράτη μέλη να αποφασίζουν αν συνεπάγονται σοβαρές επιπτώσεις στο περιβάλλον και αν, επομένως, πρέπει να υποβληθούν σε περιβαλλοντική εκτίμηση (άρθρο 3 και σκέψη 10 του προοιμίου).
Στην παρ. 1 του άρθρου 13 της ως άνω Οδηγίας προβλέπεται προθεσμία συμμορφώσεως μέχρι 21.7.2004 και στην παρ. 3 του ίδιου άρθρου περιέχεται μεταβατική ρύθμιση «για τα σχέδια και προγράμματα των οποίων η πρώτη τυπική προπαρασκευαστική πράξη είναι προγενέστερη της ημερομηνίας αυτής».
Η Οδηγία μεταφέρθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με την υπ’ αριθμ. ΥΠΕΧΩΔΕ/ΕΥΠΕ οικκ.107017/28.08.2006 κ.υ.α των Υπουργών Εσωτερικών, Οικονομίας - Οικονομικών και ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ (ΦΕΚ Β’ 1225/5.9.2006) η οποία προβλέπει μεταξύ άλλων, τη διενέργεια «στρατηγικής περιβαλλοντικής εκτίμησης» πριν από την έγκριση σχεδίων και προγραμμάτων τα οποία ενδέχεται να έχουν σοβαρές επιπτώσεις στο περιβάλλον και αφορούν μεταξύ άλλωντον πολεοδομικό ή χωροταξικό σχεδιασμό και τα οποία αποτελούν το πλαίσιο για μελλοντικές άδειες έργων και δραστηριοτήτων Α' Κατηγορίας, Υποκατηγορίες 1 και 2 του Παραρτήματος I (Πίνακες 1-10) της υπ’ αρ. 15393/2332/2002 ΚΥΑ και περιλαμβάνονται  στο Παράρτημα I του άρθρου 11 της εν λόγω ΚΥΑ 107017/2006, όπως τα Γενικά Πολεοδομικά Σχέδια, τα οποία ρητώς αναφέρονται (αρ.3 παρ.1 περ.α’).
Σύμφωνα με το άρθρο 4 της ως άνω ΚΥΑ, αρμόδια αρχή για την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας ορίζεται:
1)            η αρμόδια Υπηρεσία του ΥΠΕΧΩΔΕ (ΕΥΠΕ/ΥΠΕΧΩΔΕ ήδη ΥΠΕΚΑ) για σχέδια και προγράμματα που: α) αναφέρονται σε εθνικό, διαπεριφερειακό και περιφερειακό επίπεδο β) εμπίπτουν γεωγραφικά στο σύνολό τους ή εν μέρει σε περιοχές του εθνικού σκέλους του Ευρωπαϊκού Οικολογικού Δικτύου NATURA 2000) γ) εγκρίνονται με νόμους, Π.Υ.Σ ή υπουργικές αποφάσεις δ) αφορούν τροποποιήσεις των σχεδίων και προγραμμάτων που αναφέρονται στις παραπάνω περιπτώσεις.
2)            η αρμόδια υπηρεσία Περιβάλλοντος της οικείας Περιφέρειας για σχέδια ή προγράμματα τα οποία: α) αναφέρονται σε Διανομαρχιακό, Νομαρχιακό ή τοπικό επίπεδο της ίδιας Περιφέρειας και β) δεν εμπίπτουν γεωγραφικά στο σύνολο τους ή εν μέρει σε περιοχές του εθνικού σκέλους του Ευρωπαϊκού Δικτύου NATURA 2000.

            Ακολούθως, στο μεν άρθρο 6 ορίζεται ότι, σε περίπτωση που απαιτείται στρατηγική περιβαλλοντική εκτίμηση, η αρμόδια αρχή σχεδιασμού εκπονεί την Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (εφεξής Σ.Μ.Π.Ε.), στην οποία εντοπίζονται, περιγράφονται και αξιολογούνται οι ενδεχόμενες σημαντικές επιπτώσεις που θα έχει στο περιβάλλον η εφαρμογή του σχεδίου ή προγράμματος, καθώς και λογικές εναλλακτικές δυνατότητες σε περιεκτική μορφή, λαμβανομένων υπόψη και των στόχων και του γεωγραφικού πεδίου εφαρμογής του σχεδίου ή προγράμματος, ενώ στο άρθρο 7 καθορίζεται η διαδικασία η οποία πρέπει να ακολουθείται στην στρατηγική περιβαλλοντική εκτίμηση. Προβλέπονται δε ειδικότερα τα ακόλουθα: Η αρχή σχεδιασμού υποβάλλει αίτηση στην αρμόδια αρχή, όπως αυτή ορίζεται στο (προαναφερθέν) άρθρο 4 συνοδευόμενη από την καταρτισθείσα ΣΜΠΕ, το περιεχόμενο της οποίας προσδιορίζεται στο Παράρτημα ΙΙΙ της επίμαχης κανονιστικής απόφασης. Περαιτέρω, δε στην παρ. 4 του άρθρου 7 της παραπάνω κ.υ.α. ορίζεται ότι: «Κατά τη διαδικασία της Σ.Π.Ε. του σχεδίου ή προγράμματος πραγματοποιείται η διαδικασία διαβούλευσης με τις δημόσιες αρχές και με το ενδιαφερόμενο κοινό. Προς τούτο η αρμόδια αρχή εφόσον εξετάσει τον φάκελο και διαπιστώσει ότι είναι πλήρης, τον διαβιβάζει εντός είκοσι (20) ημερών από την υποβολή του (ή την υποβολή των απαραίτητων συμπληρωματικών στοιχείων εφόσον απαιτούνται) α) στις κατά περίπτωση δημόσιες αρχές που προβλέπονται παρακάτω, για να εκφράσουν τη γνώμη τους και τις τυχόν παρατηρήσεις τους επί του περιεχομένου του και β) στην αρχή σχεδιασμού ώστε να προβεί αυτή στη δημοσιοποίησή του στο κοινό .». Ακολούθως μνημονεύονται αναλυτικά και συγκεκριμένα οι δημόσιες αρχές, με τις οποίες πρέπει να γίνει η διαβούλευση. Ως διαδικασία διαβούλευσης με το κοινό νοείται κατά το 7 παρ. 4.2 η ακόλουθη: 4.2 Διαδικασία διαβούλευσης με το ενδιαφερόμενο κοινό: α) Η αρχή σχεδιασμού δημοσιοποιεί στο κοινό το φάκελο Σ.Μ.Π.Ε., ώστε να λάβει γνώση και δίνει στο ενδιαφερόμενο κοινό την ευκαιρία να διατυπώσει εγγράφως, και ενδεχομένως ηλεκτρονικά, τις απόψεις του εφόσον το επιθυμεί. Η δημοσιοποίηση, που πραγματοποιείται μέσα σε πέντε (5) ημέρες από την παραλαβή του φακέλου από την αρμόδια αρχή, γίνεται με δημοσίευση σχετικής ανακοίνωσης σε δύο τουλάχιστον ημερήσιες εφημερίδες 1) εθνικής εμβέλειας για σχέδια και προγράμματα εθνικού ή διαπεριφερειακού επιπέδου, 2) περιφερειακής εμβέλειας για σχέδια και προγράμματα περιφερειακού ή διανομαρχιακού επιπέδου, 3) νομαρχιακής ή ευρύτερης χωρικής εμβέλειας για σχέδια και προγράμματα νομαρχιακού ή τοπικού επιπέδου. β) Η παραπάνω ανακοίνωση πρέπει να περιλαμβάνει: 1) τον τίτλο του σχεδίου ή προγράμματος 2) τη γνωστοποίηση ότι διαθέτουν τόσο η ίδια όσο και το(α) οικείο(α) Περιφερειακό(α) Συμβούλιο(α) ή το(α) οικείο(α) Νομαρχιακό(ά) Συμβούλιο(α) κατά περίπτωση, τις απαραίτητες πληροφορίες και στοιχεία του φακέλου προκειμένου να ενημερωθεί το κοινό και 3) πρόσκληση προς το ενδιαφερόμενο κοινό να διατυπώσει εγγράφως, και ενδεχομένως ηλεκτρονικά, και σε κάθε περίπτωση επαρκώς τεκμηριωμένα τις απόψεις του προς την αρμόδια αρχή, μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από τη δημοσίευση της ανακοίνωσης αυτής. γ) Μέσα σε δέκα (10) ημέρες από τη δημοσιοποίηση του φακέλου η αρχή σχεδιασμού αποστέλλει στην αρμόδια αρχή τα αποκόμματα εφημερίδων που αποδεικνύουν τη διενέργεια της ανωτέρω δημοσιοποίησης. δ) Η αρχή σχεδιασμού μπορεί να χρησιμοποιεί επιπροσθέτως και επιλεκτικά οποιοδήποτε άλλο πρόσφορο μέσο όπως ηλεκτρονικά μέσα, δημόσιες ακροάσεις, συνεντεύξεις, ανοικτές συζητήσεις, διάλογο μέσω διαδικτύου, που κατά την κρίση της καθιστά ουσιαστική τη συμμετοχή του κοινού. Τα σχετικά συμπεράσματα ή αποτελέσματα αποστέλλονται στην αρμόδια αρχή μέσα σε προθεσμία σαράντα πέντε (45) ημερών από την παραλαβή του φακέλου. Περαιτέρω, στο ίδιο άρθρο προβλέπεται, στην παράγραφο 6, ότι «Σε περίπτωση που η αρχή σχεδιασμού είναι το Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., η ως άνω προβλεπόμενη διαδικασία διαβούλευσης μπορεί να ενσωματωθεί σε υφιστάμενες διαδικασίες για την έγκριση σχεδίων και προγραμμάτων, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, εφόσον όμως καλύπτονται οι απαιτήσεις της παρούσας απόφασης» και στην παράγραφο 11 ότι «Η απόφαση έγκρισης ή μη της Σ.Μ.Π.Ε. δημοσιοποιείται με αντίστοιχο τρόπο προς τα προβλεπόμενα στην παρ. 9 του άρθρου 5 της παρούσας απόφασης για να ενημερωθεί το κοινό». Στη δε παρ. 9 του άρθρου 5 της ίδιας κ.υ.α. προβλέπεται ότι η αρχή σχεδιασμού προβαίνει σε δημοσιοποίηση της γνωμοδότησης της αρμόδιας αρχής, για την ενημέρωση του κοινού, με δημοσίευση σχετικής ανακοίνωσης σε δύο τουλάχιστον ημερήσιες εφημερίδες και ενδεχομένως και ηλεκτρονικά, εφόσον υπάρχει αυτή η δυνατότητα.
Σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 4 της ως άνω ΚΥΑ 107017/2006 που μεταφέρει την διάταξη του άρθρου 3 παρ. 9 της Οδηγίας 2001/42/ΕΚ «η παρούσα απόφαση δεν εφαρμόζεται σε σχέδια και προγράμματα συγχρηματοδοτούμενα κατά τις αντίστοιχες περιόδους προγραμματισμού του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθμ. 1260/1999 και (ΕΚ) αριθμ. 1257/1999».
Περαιτέρω στο άρθρο 10 της αυτής Κ.Υ.Α, με το οποίο μεταφέρεται η παραπάνω διαχρονικού δικαίου ρύθμιση του άρθρου 13 της Οδηγίας ορίζεται ότι, «1. Η υποχρέωση που αναφέρεται στο άρθρο 7 εφαρμόζεται για τα σχέδια και προγράμματα των οποίων η πρώτη τυπική προπαρασκευαστική πράξη είναι μεταγενέστερη της 21ης Ιουλίου 2004. Σχέδια και προγράμματα των οποίων η πρώτη προπαρασκευαστική πράξη είναι προγενέστερη της ημερομηνίας αυτής και τα οποία εγκρίνονται ή υποβάλλονται στη νομοθετική διαδικασία μετά πάροδο περισσοτέρων από 24 μήνες από αυτήν, υπόκεινται στην υποχρέωση του άρθρου 7, εκτός εάν η αρμόδια Υπηρεσία της Γενικής Δ/νσης Περιβάλλοντος του Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. αποφασίσει σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση ότι αυτό δεν είναι εφικτό και ενημερώσει το κοινό για την απόφασή της.», ενώ στο άρθρο 13 αυτής ορίζεται ότι η κ.υ.α. αρχίζει να ισχύει από τη δημοσίευσή της στο ΦΕΚ, δηλαδή από 5-9-2006, με την επιφύλαξη των οριζομένων στο ως άνω άρθρο 10. Όπως έχει, εξ άλλου, κριθεί, κατά την έννοια των προαναφερόμενων διατάξεων, τα σχέδια που υπάγονται στις κατηγορίες που απαριθμούνται στο Παράρτημα ΙΙ της κ.υ.α. δεν εξαιρούνται εκ προοιμίου από το πεδίο εφαρμογής της Κ.Υ.Α., αλλά απαιτείται η προηγούμενη διαπίστωση, μετά από την τήρηση της προβλεπόμενης στο άρθρο 5 της Κ.Υ.Α. διαδικασίας προελέγχου, ότι δεν απαιτείται για συγκεκριμένο σχέδιο που περιλαμβάνεται στις παραπάνω κατηγορίες, η εφαρμογή της διαδικασίας στρατηγικής περιβαλλοντικής εκτίμησης με βάση στρατηγική μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων και αξιολόγησή της μετά την τήρηση των διατυπώσεων διαβούλευσης με τις οικείες δημόσιες αρχές και το ενδιαφερόμενο κοινό κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 7 της ίδιας Κ.Υ.Α. (βλ. ΣΕ 3649/2009 σκ. 11, πρβλ. απόφαση του ΔΕΚ της 24-10-1996, Aannemersbedrijf P.K. Kraaijeveld BV κ.λπ. κατά Gedeputeerde Staten van Zuid-Holland, C-72/95).
Από τη συστηματική ερμηνεία των προπαρατεθεισών διατάξεων των άρθρων 3 παρ. 9 και 13 παρ. 3 της Οδηγίας ( ήδη άρθρα 3 παρ. 4 και 10 παρ. 1 της κ.υ.α 107017/2006) προκύπτει ότι δεν αρκεί ένα σχέδιο να έχει υπαχθεί σε πρόγραμμα συγχρηματοδοτούμενο από την Ε.Ε την περίοδο 2000-2006 για να εξαιρεθεί από το πεδίο εφαρμογής αυτής, αλλά επιπρόσθετα θα πρέπει κατά το χρονικό σημείο της 21ης Ιουλίου 2004 να βρίσκεται σε τόσο προχωρημένο στάδιο υλοποίησης ώστε να μην καταλείπεται στάδιο για διενέργεια Στρατηγικής Περιβαλλοντικής Εκτίμησης.
Εν προκειμένω, η προσβαλλόμενη Απόφαση δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως την 5.5.2014, η δε Απόφαση του Δημοτικού Συμβούλιου για την τροποποίηση του ΓΠΣ, κατά το Β Στάδιο της Μελέτης, ελήφθη την 18.5.2006 .
Εν όψει των ανωτέρω, η επίδικη έγκριση του ΓΠΣ του Δήμου, σύμφωνα με τις μεταβατικές ρυθμίσεις του άρθρου 10 παρ.1 της ως άνω κ.υ.α εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της και συνέτρεχε κατά νόμο , υποχρέωση προηγούμενης εκτίμησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων από την τροποποίηση που εισάγει η προσβαλλόμενη πράξη στο ΓΠΣ του Δήμου. Καθόσον δεν προηγήθηκε της έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων, κατά τις διατάξεις της ως άνω κ.υ.α., η εν λόγω απόφαση είναι μη νόμιμη  και, άρα, ακυρωτέα κατά τον βασίμως προβαλλόμενο σχετικό λόγο ακυρώσεως (ΣτΕ 1842/2012, ΣτΕ 3649/2009). 

2ος ΛΟΓΟΣ:
 ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 24 ΚΑΙ 43 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ -  Η ΕΓΚΡΙΣΗ Ή ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΩΝ ΣΧΕΔΙΩΝ ΚΑΙ Η ΘΕΣΠΙΣΗ, ΜΕ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ, ΟΡΩΝ ΔΟΜΗΣΕΩΣ, ΘΕΣΠΙΖΟΝΤΑΙ ΕΠΙΤΡΕΠΤΩΣ ΚΑΤΑ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΜΟΝΟΝ ΜΕ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΕΔΡΙΚΟΥ ΔΙΑΤΆΓΜΑΤΟΣ.

Με την προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση επιχειρείται τροποποίηση του Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου της  πόλης του Κερατσινίου, κατά παράβαση των άρθρων του 24 και 43 Συντάγματος με τα οποία ρητώς ορίζεται ότι η έγκριση ή τροποποίηση των πολεοδομικών σχεδίων και η θέσπιση, με ρυθμίσεις κανονιστικού χαρακτήρα, όρων δομήσεως, θεσπίζονται επιτρεπτώς,  μόνον με την έκδοση προεδρικού διατάγματος.
Όπως έχει κριθεί (ενδ. ΣτΕ 1742/2012, 4619/2011, 4526/2011, 3661/2005 εν Ολομελεία), η έγκριση ή τροποποίηση των πολεοδομικών σχεδίων οιασδήποτε κλίμακος και η θέσπιση, με ρυθμίσεις κανονιστικού χαρακτήρος, πάσης φύσεως όρων δομήσεως, δεν δύναται να θεωρηθεί ούτε ως ειδικότερο θέμα, κατά την έννοια του άρθρου 43 παρ. 2 του Συντάγματος, αλλά ούτε και ως θέμα τοπικού ενδιαφέροντος ή τεχνικού ή λεπτομερειακού χαρακτήρος. Συνεπώς, οι ρυθμίσεις αυτές θεσπίζονται επιτρεπτώς κατά το Σύνταγμα μόνον με την έκδοση προεδρικού διατάγματος. Ο κανόνας, εξάλλου, αυτός, αφορά τόσο τις ρυθμίσεις με αμιγώς κανονιστικό ή με μικτό χαρακτήρα, όσο και τις ατομικές πράξεις, διότι, κατά το Σύνταγμα, ο πολεοδομικός σχεδιασμός συνδέει αρρήκτως αυτές τις κατηγορίες πράξεων. Μόνο οι αρμοδιότητες εφαρμογής των πολεοδομικών σχεδίων και οι συναφείς εκτελεστικές αρμοδιότητες επιτρεπτώς ανατίθενται σε άλλα, πλην του Προέδρου της Δημοκρατίας, όργανα, προς την αρμοδιότητα δε εφαρμογής των πολεοδομικών σχεδίων εξομοιώνεται, από την άποψη αυτή, και η όλως εντετοπισμένη τροποποίησή τους, δεδομένου ότι η τροποποίηση αυτή δεν εμπεριέχει γενικό πολεοδομικό σχεδιασμό, αλλά διενεργείται εντός του πλαισίου ευρυτέρου σχεδιασμού, ο οποίος έχει ήδη χωρήσει από τα προς τούτο αρμόδια, κατά το Σύνταγμα και τον νόμο, όργανα. 
Εν προκειμένω, με την προσβαλλόμενη πράξη, δεν εισάγεται εντοπισμένη τροποποίηση του ΓΠΣ, ώστε νομίμως να επιχειρείται με υπουργική απόφαση, αλλά πρόκειται για ευρεία και γενικευμένη παρέμβαση στην πόλη, με την οποία επέρχονται αλλαγές στο συνολικό γενικό πολεοδομικό σχεδιασμό της δημοτικής ενότητας του Κερατσινίου, καθώς αφενός επεκτείνει το σχέδιο πόλης και τροποποιεί ευρέως τις καθορισθείσες με το προηγούμενο ΓΠΣ (ΦΕΚ Δ’ 206/1991) χρήσεις γης στο σύνολο των πολεοδομικών ενοτήτων, αφετέρου δε επιχειρεί αυθαιρέτως και μη νομίμως επαναπροσδιορισμό της Χερσαίας Λιμενικής Ζώνης.
 Ενδεικτικά, στην προσβαλλόμενη πράξη επιχειρείται αφενός: 
α. να αποδεσμευτεί από την πόλη το  νότιο παραλιακό μέτωπο, της πρώην λιμενοβιομηχανικής ζώνης που περιλαμβάνει την ευρύτερη περιοχή των Λιπασμάτων και να καθορισθεί ως  « περιοχή Μητροπολιτικής Παρέμβασης που αφορά στη Δημοτική Ενότητα Κερατσινίου όπου επιτρέπονται χρήσεις δευτερογενούς τομέα μη οχλούσας βιομηχανίας – βιοτεχνίας, τριτογενούς τομέα, κατοικίας καθώς και χώροι κοινοχρήστου πρασίνου και αναψυχής. Η περιοχή αυτή προτείνεται να καθορισθεί ως ΖΕΑ και να μελετηθεί ενιαία με την όμορη περιοχή παρέμβασης της Δημοτικής Ενότητας Δραπετσώνας με τις ως άνω χρήσεις. Στην ενιαία περιοχή Ανάπλασης – Μητροπολιτικής Παρέμβασης, προτείνεται συντελεστής δόμησης έξι δέκατα (0,6) υπολογιζόμενος στο σύνολο των αρχικών ιδιοκτησιών της περιοχής ανάπλασης, καθώς και η υπαγωγή της στο καθεστώς των εισφορών του άρθρου 15 του ν.2508/1997 για το σύνολο της επιφανείας τους (εντός και εκτός σχεδίου περιοχές). Στα πλαίσια της πολεοδομικής μελέτης της περιοχής να οριστεί ευρύς Κοινόχρηστος Χώρος κατά μήκος της ακτογραμμής.»
 Με την πρόβλεψη αυτή, η παραλιακή μετώπη της πόλης παραχωρείται στον Οργανισμό Λιμένος Πειραιώς, η φυσική διέξοδος της πόλης προς τη θάλασσα χάνεται οριστικά, τσιμεντοποιούνται περίπου 350.000 τ.μ, και το φυσικό μας περιβάλλον επιβαρύνεται με νέες βιομηχανικές μονάδες , στερώντας μας τη δυνατότητα ανάπτυξης ελευθέρων χώρων και χώρων πρασίνου. Επίσης με τον υπολογισμό του συντελεστή δόμησης στις αρχικές ιδιοκτησίες, χωρίς παράλληλα να προσδιορίζεται το εύρος των κοινοχρήστων χώρων, σε αντίθεση με προηγούμενες ρυθμίσεις με τις οποίες υπολογιζόταν ο συντελεστής δόμησης  στις ιδιοκτησίες μετά τον ορισμό των κοινοχρήστων χώρων, στην ουσία ο σχεδιασμός της περιοχής αποδίδεται στους ιδιώτες ιδιοκτήτες σε βάρος των περιβαλλοντικών συνθηκών που εμείς οι κάτοικοι βιώνουμε. Έτσι το φυσικό μας περιβάλλον απαξιώνεται σταθερά , αφού θα επιβαρυνθεί ανυπολόγιστα με βιομηχανικές μονάδες και εμείς οι κάτοικοι καταδικαζόμαστε να υποστούμε περιβαλλοντικές επιπτώσεις που θα χειροτερέψουν ραγδαία την ποιότητα ζωής μας και των παιδιών μας,
β. επιχειρείται παρέμβαση στο σύνολο των πολεοδομικών ενοτήτων καθώς εκφράζεται η βούληση για «γενική εκτίμηση της χωρητικότητας αυτών και των αναγκών σε γη για κοινωνικό εξοπλισμό ανά πολεοδομική ενότητα όπως φαίνονται στον πίνακα «ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΥ ΑΝΑ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ» της προσβαλλομένης πράξης.
γ. προτείνονται αναθεωρήσεις για τις εκτάσεις της ΔΕΗ και της ΟΛΠ ΑΕ,
δ. προβλέπονται τροποποιήσεις για τους βασικούς οδικούς άξονες της πόλης όπως η Λεωφόρος Σχιστού για τη σύνδεση Εθνικής Οδού Αθηνών – Κορίνθου με λιμάνι Κερατσινίου και Κεντρικό λιμάνι Πειραιά, με περιμετρική παραλιακή χάραξη στο τμήμα Κερατσίνι – Πειραιάς (λεωφόρος Ανδρέα Παπανδρέου) και ανισόπεδο κόμβο με λεωφόρο Δημοκρατίας, καθώς και στις Πρωτεύουσες οδικές αρτηρίες - λεωφόρους Δημοκρατίας, Γρηγορίου Λαμπράκη / Αθηνών και Σαλαμίνος / Π. Ράλλη, και                 
           ε. προβλέπεται  δημιουργία σιδηροδρομικής γραμμής για τη σύνδεση εμπορικού λιμένος Κερατσινίου - Ν. Ικονίου (εκτός ορίων Δήμου Κερατσινίου) με Σταθμό Διαλογής ΟΣΕ στο Θριάσιο Πεδίο, χωροοθετείται επιλιμένιος εμπορευματικός σιδηροδρομικός σταθμός στη χερσαία ζώνη ΟΛΠ του εμπορικού λιμένα Ικονίου, για την εξυπηρέτηση συνδυασμένης μεταφορά με πλοίο / σιδηρόδρομο, εμπορευματοκιβωτίων, ξηρού φορτίου και αυτοκινήτων.
            στ.  Ο κεντρικός εμπορικός λιμένας Πειραιά χωροθετείται στο λιμάνι Κερατσινίου (Ηρακλέους) και Ν. Ικονίου, με παράλληλη χρήση και αλιευτικού λιμένα και προβλέπεται η ανάπτυξη οδικού δικτύου ικανού να παραλάβει και να διοχετεύσει τον κυκλοφορικό φόρτο των TIR που εξυπηρετούν το λιμάνι (απευθείας σύνδεση με Ε.Λ. Σχιστού και Ανδρ. Παπανδρέου).
          Οι επίμαχες τροποποιήσεις συνιστούν κρίσιμες και εκτεταμένες πολεοδομικές παρεμβάσεις, που προϋποθέτουν γενικό πολεοδομικό σχεδιασμό, και δεν μπορούν να κριθούν σε καμιά περίπτωση ως εντοπισμένες, αφού αφορούν στο σύνολο του πολεοδομικού ιστού της πόλης. Συνεπώς,  οι τροποποιήσεις τούτες είναι ανίσχυρες, αφού κατά το Σύνταγμα επιτρεπτώς θα επιχειρούνταν μόνον με την έκδοση προεδρικού διατάγματος, και άρα  η προσβαλλομένη πράξη είναι μη νόμιμη ως εκδοθείσα από αναρμόδιο όργανο και πρέπει για τον λόγο αυτόν να ακυρωθεί. 
            3ος ΛΟΓΟΣ  
            ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 3 ΠΑΡ. 5 ΤΟΥ Ν. 1337/1983 - ΜΟΝΟΜΕΡΗΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΓΠΣ ΣΕ ΟΥΣΙΩΔΕΙΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΑΥΤΟΥ, ΧΩΡΙΣ ΑΝΑΠΟΜΠΗ ΣΤΑ ΓΝΩΜΟΔΟΤΟΥΝΤΑ ΟΡΓΑΝΑ.

α. Με την παρ. 5 του άρθρου 3 του Ν. 1337/1983 ορίζονται τα εξής: « 5. Ο Υπουργός, εκτιμώντας τα στοιχεία του φακέλλου, μπορεί είτε να εγκρίνει το γενικό πολεοδομικό σχέδιοείτε να απορρίψει με αιτιολογημένη απόφαση την πρόταση του Δήμου είτε να τροποποιήσει την πρόταση εφόσον κρίνεται ότι θα προκαλέσει δυσανάλογα μεγάλες δαπάνες για το Δημόσιο ή το Δήμο ή επιβλαβείς συνέπειες για την εθνική οικονομία ή την προστασία του φυσικού ή πολιτιστικού περιβάλλοντος ή τους γενικότερους αναπτυξιακούς στόχους».
Όπως γίνεται δεκτό στην θεωρία (βλ. Χριστοφιλόπουλος, Πολιτιστικό Περιβάλλον, Χωρικός σχεδιασμός και Βιώσιμη Ανάπτυξη (Σάκκουλας, 2002, σ. 140 επόμ, σ. 143 επόμ.) όταν η διαδικασία εκπόνησης του ΓΠΣ κινείται από τον Δήμο, ο Υπουργός ΠΕΧΩΔΕ, (ή Γενικός Γραμματέας της Περιφέρειας, ήδη Αποκεντρωμένης Διοίκησης) κατά την έγκριση του ΓΠΣμπορεί να επιφέρει μόνον επουσιώδεις αλλαγές, διότι σε διαφορετική περίπτωση θα πρόκειταιγια νέα ρύθμιση και η διαδικασία εκπόνησης του ΓΠΣ θα πρέπει να επαναληφθεί εξ αρχής.
Ομοίως γίνεται δεκτό (βλ. Δημήτρης Μέλισσας, Οι χρήσεις γης, το Γενικό Πολεοδομική σχέδιο και η ζώνη Οικιστικού Ελέγχου, Εκδόσεις Σάκκουλας, Β’ Έκδοση, 2010, σελ. 193) ο  Υπουργός, στην περίπτωση εκείνη που δεν συμφωνεί με τις προτάσεις του Δήμου, τις αναπέμπει στους φορείς για περαιτέρω επεξεργασία και δεν τις τροποποιεί μονομερώς ούτε προτείνει εναλλακτικά δικό του κείμενο ΓΠΣ, χωρίς αυτό να αποσταλεί εκ νέου σε Δήμο, ΣΧΟΠ κλπ.
Στην προκειμένη περίπτωση, ο Υπουργός με την προσβαλλόμενη πράξη, προέβη μονομερώς στον καθορισμό κρίσιμων ρυθμίσεων για τη δημοτική ενότητα του Κερατσινίου, οι οποίες σε καμιά περίπτωση δεν μπορούν να κριθούν ως επουσιώδεις , όπως εκτίθενται ανωτέρω. Ειδικά δε στην παρ.Α σημείο 2 ε της προσβαλλόμενης πράξης, επιχειρείται ο καθορισμός περιοχής ως  Μητροπολιτικής Παρέμβασης , που εκτείνεται όλως αυθαιρέτως και πέραν της Δημοτικής Ενότητας Κερατσινίου, καταλαμβάνοντας και την δημοτική ενότητα Δραπετσώνας του νέου  Δήμου Κερατσινίου – Δραπετσώνας, ενώ η επίδικη τροποποίηση του ΓΠΣ αφορά μόνο τον καταργηθέντα Δήμο Κερατσινίου και πλέον τη Δημοτική Ενότητα Κερατσινίου.    
 Επιπλέον δε, η προσβαλλόμενη πράξη με αυθαίρετο και μη νόμιμο τρόπο επιχειρεί να χαρακτηρίσει ως ΖΕΑ (Ζώνη Ελεγχόμενης Ανάπτυξης), και να μελετηθεί μαζί με την όμορή της Δημοτική ενότητα Δραπετσώνας, και να καθοριστεί συντελεστής δόμησης στην ενιαία περιοχή των Λιπασμάτων, η οποία καταλαμβάνει περιοχές και των δύο δημοτικών ενοτήτων Κερατσινίου και Δραπετσώνας, για την οποία όμως (δημοτική ενότητα Δραπετσώνας) είναι σε ισχύ ξεχωριστό ΓΠΣ , σύμφωνα με τη με αριθμό 51104/1620/ ΦΕΚ Δ’ 207/30.4.1991 Απόφαση του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., και δεν έχει ξεκινήσει διαδικασία τροποποίησής του.
            Πρέπει μετά ταύτα να επισημανθεί ότι λόγω της ισχύος του ν.3852/2010, με τον οποίο καταργήθηκε ο Δήμος Κερατσινίου και ο Δήμος Δραπετσώνας και συστάθηκε ο νέος ενιαίος Δήμος Κερατσινίου – Δραπετσώνας, προέκυψε νέο πολεοδομικό σύνολο , το οποίο απαιτείται να αντιμετωπιστεί με ενιαία πολεοδομική αντίληψη.
Πλην όμως, η αντιμετώπιση των πολεοδομικών αναγκών του νέου Δήμου δεν μπορεί να καλυφθεί στο πλαίσιο των δύο διαφορετικών  Γ.Π.Σ. για το Κερατσίνι και τη Δραπετσώνα, τα οποία βρίσκονται σε ισχύ σήμερα, ούτε μπορεί να αναζητηθεί στις βραχυπρόθεσμες και αποσπασματικές τροποποιήσεις αυτών , αλλά απαιτείται να εκφραστεί μία αντίληψη που να αφορά στον κοινωνικό εξοπλισμό του ενιαίου συνόλου, στη σταθερότητα μακροπρόθεσμων εκτιμήσεων, η οποία είναι αναγκαία για το περαιτέρω στάδιο του πολεοδομικού σχεδιασμού, την εφαρμογή έργων, προγραμμάτων, αναπλάσεων και παρεμβάσεων μεγάλης κλίμακας ή τεχνικής υποδομής, που θα εξασφαλίζεται στο πλαίσιο του ενιαίου βασικού σχεδιασμού όπως αυτός θεμελιώνεται για τον κάθε Δήμο με το Γ.Π.Σ.
Έχει κριθεί νομολογιακά, κατά τις προϊσχύουσες διατάξεις των ν. 2508/1997 και 1337/1983, ( ΣτΕ 2675/2001, 4η σκέψη, 384/2002 7μ., 6η σκέψη, 387/2002, 7η σκέψη, 557/1999, 7η σκέψη, 1507/1997 7μ., 4η σκέψη, 3756/2000 κ.ά.) ότι το Γ.Π.Σ. αποτελεί τη γενική πρόταση πολεοδομικής οργανώσεως των πολεοδομικών ενοτήτων, η οποία διατυπώνεται μετά από εκτίμηση των οικιστικών αναγκών και των προβλεπόμενων επιπτώσεων της πολεοδομικής ρυθμίσεως στο φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον και τους γενικότερους αναπτυξιακούς στόχους μιας πόλης, περιέχει δε, ως εκ τούτου, γενικούς ορισμούς και κατευθύνσεις, που συνιστούν στρατηγικό σχεδιασμό με μακροπρόθεσμες εκτιμήσεις και ρυθμίσεις, χωρίς να αποκλείεται όμως, σε περίπτωση μεταβολής των αντικειμενικών όρων και συνθηκών ενόψει των οποίων καταρτίσθηκε το Γ.Π.Σ. ή σε περίπτωση που ανακύπτουν νέες ανάγκες, καταλλήλως τεκμηριωμένες, να προσαρμόζεται αναλόγως και ο πολεοδομικός σχεδιασμός, με τροποποίηση του Γ.Π.Σ. 
Εν προκειμένω, απαιτείται ενιαία πολεοδομική αντίληψη και για τις δύο δημοτικές ενότητες του Δήμου, το Κερατσίνι και τη Δραπετσώνα, η οποία πάντως σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να εκφραστεί μονομερώς,  μόνο από τον Υπουργό αλλά απαιτείται τουλάχιστον αναπομπή των προτάσεων στα γνωμοδοτούντα όργανα. Συνεπώς, οι ανωτέρω τροποποιήσεις των προτάσεων του ΓΠΣ στις οποίες προέβη ο Υπουργός, συνιστούν ανεπίτρεπτη κατά την έννοια του νόμου νέα ρύθμιση για την οποία δεν τηρήθηκε η νόμιμη προδικασία (επεξεργασίααπό τους Μελετητές του ΓΠΣ, απόψεις του Δήμου, διαβούλευση με φορείς και πολίτες) και για τον λόγο αυτόν είναι η ακυρωτέα η προσβαλλόμενη πράξη.
            β. Ελλιπής αιτιολογία
Επικουρικά, και στην απίθανη περίπτωση που ήθελε γίνει δεκτό ότι οι προαναφερθείσες τροποποιήσεις του ΓΠΣ δεν είναι ουσιώδεις και επιτρεπτώς ο Υπουργός προέβη στη θέσπιση αυτών, χωρίς να απαιτείται αναπομπή στον Δήμο, οι σχετικές διατάξεις του επίμαχου ΓΠΣ είναι πλημμελείς και ακυρωτέες λόγω έλλειψης πλήρους και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Ειδικότερα όπως προαναφέραμε, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 5 του Ν. 1337/1983 που εφαρμόζεται αναλόγως και στα ΓΠΣ που εκπονούνται σύμφωνα με τον Ν. 2508/1997, ο Υπουργός εκτιμώντας τα στοιχεία του φακέλου μπορεί με αιτιολογημένη απόφασή του να τροποποιήσει την πρόταση του Δήμου, εφόσον κρίνεται ότι θα προκαλέσει δυσανάλογα μεγάλες δαπάνες για το Δημόσιο ή τον Δήμο , ή επιβλαβείς συνέπειες για την εθνική οικονομία ή για την προστασία του φυσικού ή πολιτιστικού περιβάλλοντος ή τους γενικότερους αναπτυξιακούς στόχους.
Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου Σας η αιτιολογία μιας διοικητικής πράξεως, εφόσον δεν ορίζεται άλλως, δεν απαιτείται να περιλαμβάνεται στο σώμα της πράξης, αλλά μπορεί να προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου.
Στην προκειμένη περίπτωση, οι μεταβολές των προτάσεων του Δήμου από την εγκριτική απόφαση του ΓΠΣ από τον Υπουργό δεν αιτιολογούνται νομίμως . Το Γ.Π.Σ, του οποίου βασικό στοιχείο αποτελεί και ο καθορισμός χρήσεων γης, περιέχει κατ’ αρχήν γενικούς ορισμούς και κατευθύνσεις, που συνιστούν στρατηγικό σχεδίασμα με μακροπρόθεσμες εκτιμήσεις και ρυθμίσεις. Επιτρέπεται όμωςκατ’ εξαίρεση, να θεσπίζονται με αυτό και ειδικότερες πολεοδομικές ρυθμίσειςπου συνιστούν βασικές επιλογές και αναγκαία στοιχεία της εισαγόμενης με το σχέδιο προτάσεως πολεοδομικής οργανώσεως, αναπόσπαστα συνδεδεμένα με αυτήν. Στην περίπτωση αυτή, η θέσπιση των ειδικοτέρων αυτών ρυθμίσεων πρέπει να τεκμηριώνεται με ειδική αιτιολογία (ΣτΕ 4005/1992, 2980/2005). Εξάλλου, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις, οι ρυθμίσεις που περιέχονται στο Γενικό Πολεοδομικό σχέδιο, τόσο εκείνες που συνιστούν γενικούς ορισμούς και κατευθύνσεις όσο και οι ειδικότερες, οι οποίες έχουν τυχόν περιληφθεί στο σχέδιο αυτό, είναι δεσμευτικές για την πολεοδομική μελέτη, ηοποία εντάσσεται στο δεύτερο στάδιο πολεοδομικού σχεδιασμού ( ΣτΕ 2283/00 Ολομ.).
Από το προαναφερθέν νομικό πλαίσιο όπως έχει ερμηνευθεί νομολογιακά, συνάγεται ότι ο καθορισμός περιοχής ως Μητροπολιτικής Παρέμβασης ή Ζωνών Ειδικών Κινήτρων και Πολεοδομιών μηχανισμών, συνιστούν ειδικές πολεοδομικές ρυθμίσεις , οι οποίες δεν είναι επιτρεπτές πρωτίστως, διότι δεν συνιστούν μέτρο προστασίας της περιοχής, όπως επιτάσσει το άρθρο 4 παρ. 4 του Ν. 2508/1997 και σε κάθε περίπτωση διότι η θέσπιση τόσο σοβαρών ειδικών καθεστώτων έπρεπε να τεκμηριώνεται με ειδική αιτιολογία, προϋπόθεση που δεν συντρέχει εν προκειμένω. Συνεπώς είναι ακυρωτέα η προσβαλλόμενη πράξη και δι’αυτού του λόγου.

4ος ΛΟΓΟΣ:  
ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡ.24 Σ - ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΛΗΨΗΣ ΜΕΤΡΩΝ ΠΟΥ ΕΠΙΦΕΡΟΥΝ ΕΠΙΔΕΙΝΩΣΗ ΤΩΝ ΟΡΩΝ ΔΙΑΒΙΩΣΕΩΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΥΠΟΒΑΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΥΠΑΡΧΟΝΤΟΣ ΦΥΣΙΚΟΥ ‘Η ΟΙΚΙΣΤΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ.

         Οι  ρυθμίσεις και παραλείψεις της προσβαλλομένης πράξης αντίκεινται στο άρθρο 24 παρ.1 του Συντάγματος από το οποίο προκύπτει ότι 
τροποποίηση των κατηγοριών χρήσεων γης νοείται μόνο επί το ευμενέστερον, καθόσον με τις ρυθμίσεις της προσβαλλόμενης πράξης μεταβάλλονται υφιστάμενες χρήσεις στις πολεοδομικές ενότητες του Δήμου, προς το δυσμενέστερον.
            Με την προσβαλλόμενη πράξη προβλέπεται η πολεοδομική οργάνωση της Δημοτικής Ενότητας Κερατσινίου για πληθυσμό
81.000 κατοίκων περίπου στις πολεοδομημένες και προς πολεοδόμηση περιοχές με τη δημιουργία δέκα (10) πολεοδομικών ενοτήτων , 
 με μέσο Σ.Δ. (συντελεστή δόμησης) και πυκνότητες αντί των 18 που ίσχυαν σύμφωνα με το προισχύσαν ΓΠΣ με αριθμό 50491/1391 (ΦΕΚ Δ’ 206/26.4.1991), και την ένταξη στο σχέδιο περιοχής παραγωγικών δραστηριοτήτων.
           
Ειδικότερα:
·        στην παρ.Α σημείο 2 α καθορίζονται χρήσεις Πολεοδομικού Κέντρου , σύμφωνα με το άρθρο 4 του Π.Δ. 23/2.1987, στο Κέντρο του Δήμου στην περιοχή Ταμπούρια, χρήσεις που επιβαρύνουν την περιοχή καθόσον με το προϊσχύσαν ΓΠΣ του 1991 (50491/1391/12.3.1991,) καθορίζονταν χρήσεις γενικής κατοικίας, όπως προσδιορίζονται στο αρ.3 του ως άνω πδ, και η χωροθέτηση υπεροτοπικού Κέντρου του Δήμου  με σταδιακή του οργάνωση ως δευτερεύον κέντρο υπερτοπικής σημασίας με εξυπηρετήσεις διοίκησης και κοινωνικού εξοπλισμού,

·           Στην παρ.Α σημείο 2 β καθορίζονται οι χώροι εγκαταστάσεων ΔΕΗ και των αλευρομύλωνως χώροι με χρήση κεντρικών λειτουργιών της πόλης, όπως προσδιορίζεται με το άρθρο 4 του από 23.2.1987 π.δ/τος. Για δε τους Αλευρόμυλους καθορίζεται ως Βιομηχανικό Πάρκο – ΒΙΠΑ.   
            Πλην όμως με το προισχύσαν ΓΠΣ του 1991, για τον χώρο των εγκαταστάσεων της ΔΕΗ και των Αλευρομύλων καθοριζόταν ότι πρόκειται για «μονάδες για τις οποίες προτείνεται είτε η επιβολή ειδικών μέτρων αντιρρύπανσης είτε η μετεγκατάστασή τους».  
Επιπλέον δε, σύμφωνα με το προϊσχύσαν ΓΠΣ του 1991, η μισή σχεδόν έκταση της ΔΕΗ και των Αλευρομύλων βρισκόταν εκτός σχεδίου πόλης, ενώ με την προσβαλλόμενη πράξη, το σύνολο των εκτάσεών τους εντάσσεται στο σχέδιο πόλης, με τις επιβαρυμένες χρήσεις που αναφέρθηκαν ως άνω, με τη μη νόμιμη και αυθαίρετη μέθοδο της επαναχάραξης της χερσαίας λιμενικής ζώνης.

·           Η περιοχή ανατολικά της Λεωφόρου Σχιστού (περιοχή στον χάρτη Π1) καθορίζεται ως περιοχή για παραγωγικές δραστηριότητες, με μέγιστο συντελεστή δόμησης 0,6, με χρήσεις για Επαγγελματικά εργαστήρια και βιοτεχνικές εγκαταστάσεις,  μη οχλούσες, Συνεργεία αυτοκινήτων, Γραφεία, Αθλητικές εγκαταστάσεις,Εστιατόρια–Αναψυκτήρια,Πρατήρια υγρών καυσίμων, πλυντήρια αυτοκινήτων, Κτίρια–γήπεδα στάθμευσης, Κτίρια–γήπεδα αποθήκευσης.
       Πλην όμως, με το προϊσχύσαν ΓΠΣ στην περιοχή του Σχιστού προβλέπονταν χρήσεις γιααστικό πράσινο, ελεύθερους χώρους, αθλητισμό, εκπαίδευση και πολιτισμό. Πρέπει δε να επισημειωθεί ότι η προσβαλλόμενη πράξη καθορίζει παραγωγικές δραστηριότητες σε μια περιοχή που κείται σε όριο με την προστατευόμενη περιοχή Ζώνη Α΄ του όρους Αιγάλεω, η οποία καθορίζεται ως περιοχή απόλυτης προστασίας και αποκατάστασης του φυσικού περιβάλλοντος.
       Επιπλέον, η περιοχή που βρίσκονται τα TIR , σύμφωνα με το προϊσχύσαν ΓΠΣ του 1991, βρισκόταν εκτός σχεδίου πόλης , εντός της χερσαίας λιμενικής ζώνης, ενώ με την προσβαλλόμενη πράξη εντάσσονται στο σχέδιο πόλης, με τη μη νόμιμη και αυθαίρετη επαναχάραξη της χερσαίας λιμενικής ζώνης,  αποδίδοντάς τις χρήσεις δυσμενέστερες με τις προϊσχύσασες.

·        Στην παρ.Α σημείο 2 ε καθορίζεται Περιοχή Μητροπολιτικής Παρέμβασης που αφορά στη Δημοτική Ενότητα Κερατσινίου όπου επιτρέπονται Χρήσεις Δευτερογενούς Τομέα μη οχλούσας Βιομηχανίας - βιοτεχνίας, Τριτογενούς Τομέα, κατοικίας, χώροι κοινοχρήστου πρασίνου και αναψυχής, με συντελεστή δόμησης 0,6 και με χρήσεις που θα εξειδικευθούν από την Πολεοδομική Μελέτη Μητροπολιτικής Παρέμβασης. Η συγκεκριμένη περιοχή προτείνεται να χαρακτηρισθεί ως ΖΕΑ (Ζώνη Ελεγχόμενης Ανάπτυξης)να μελετηθεί μαζί με την όμορή της του Δήμου Δραπετσώνας, να υπαχθεί στο καθεστώς των εισφορών του άρθρου 15 του Ν. 2508/97.
            Πλην όμως, στη συγκεκριμένη περιοχή , σύμφωνα με το προϊσχύσαν    Γ.Π.Σ. του 1991 καθόριζε ένα οικοδομικό τετράγωνο ανατολικά της ΕΥΔΑΠ ως χώρο “βιομηχανικής εγκατάστασης που παραμένει” και ένα οικοδομικό τετράγωνο νότια της Σωκράτους και δυτικά της οδού Παλαιολόγου με χρήση γης “ Γενική Κατοικία ”. Σήμερα, η κατασκευή του παραλιακού δρόμου Λεωφ. Α. Παπανδρέου διήλθε από τα δύο οικοδομικά τετράγωνα και δημιούργησε τμήματα αυτών βόρεια και νότια του παραλιακού δρόμου. Νότια της οδού Σωκράτους και βόρεια του παραλιακού δρόμου, τα  εναπομείναντα τμήματα των παραπάνω τετραγώνων συντάσσονται λειτουργικά στη γειτονιά 8 – Χαραυγή με χρήσεις κοινωφελούς και κοινόχρηστου πρασίνου και αθλητισμού και εξυπηρετούν τους κατοίκους της περιοχής.
Επομένως, οι ως άνω χώροι δεν δύναται να αποτελούν μέρος της Μητροπολιτικής Παρέμβασης, όπου επιτρέπονται χρήσεις δευτερογενούς τομέα μη οχλούσας βιομηχανίας – βιοτεχνίας, τριτογενούς τομέα , όπως με την προσβαλλόμενη πράξη ορίζεται, καθώς έτσι επέρχεται ανεπίτρεπτη χειροτέρευση της υφιστάμενης κατάστασης.
            Η περιοχή αυτή , που κατά το μεγαλύτερο μέρος της κείται σύμφωνα με το προϊσχύσαν ΓΠΣ του 1991 εκτός σχεδίου πόλης, είναι εξαιρετικής και υψίστης σημασίας για τον Δήμο, εφόσον πρόκειται για μια περιοχή της οποίας η Ανάπλαση προς όφελος της ποιότητας ζωής των δημοτών μας, με σεβασμό στην κοινωνική και πολιτιστική του εξέλιξη και τη διασφάλιση της ιστορικότητας του χώρου, απασχολεί τον Δήμο επί δεκαετίες.
            Με τη με αριθμό 298/23.8.2011 Απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου, ο Δήμος μας εξέφρασε  την κατηγορηματική αντίθεσή του στην προτεινόμενη πρόβλεψη «..η ανάπλαση της περιοχής αυτής να γίνει με τη μορφή της Μητροπολιτικής Παρέμβασης…» καθώς η  ρύθμιση αυτή στερεί από τον Δήμο το δικαίωμα να αποφασίσει για την ανάπτυξη της περιοχής, και εξέφρασε την άποψη ότι: «…το τμήμα πάνω από τον παραλιακό δρόμο , το οποίο ουσιαστικά συντάσσεται στη γειτονιά 8 Χαραυγή , και έχει σήμερα κοινωφελείς και κοινόχρηστες χρήσεις που εξυπηρετούν τις ανάγκες της πόλης σύμφωνα με τα πολεοδομικά σταθερότυπα…» να παραμείνει ως έχει. Επίσης με την ως άνω Απόφαση του ΔΣ, ο Δήμος ζητεί «για το τμήμα κάτω από τον παραλιακό δρόμο, να καθορισθεί Μέσος Συντελεστής Δόμησης σε 0,4 ανά ιδιοκτησία και σε καμία περίπτωση να μην προβλεφθεί χρήση κατοικίας».
Περαιτέρω, για την πολεοδομική αναβάθμιση της βιομηχανικής ζώνης Δραπετσώνας-Κερατσινίου, ο Δήμος έχει εκφράσει τις απόψεις του με τη με αριθμό 61/12942/14.3.2011 Απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου , σύμφωνα με την οποία ο Δήμος επιθυμεί «Συμμετοχή  Δήμου και των Δημοτών και στην εκπόνηση και στην συναίνεση σχεδίων ανάπλασης της περιοχής, τη δημιουργία Μητροπολιτικού  Πάρκου υψηλού πρασίνου τουλάχιστον 400 στρεμμάτων στο χώρο της τέως Βιομηχανικής Ζώνης, τη διατήρηση Ιστορικών Μνημείων, την ελεύθερη πρόσβαση των πολιτών στη θάλασσα, Πράσινη ανάπτυξη - ήπια εμπορική δραστηριότητα - απασχόληση (νέες θέσεις εργασίας) , την Ανάδειξη Πολιτιστικών και Αρχαιολογικών Χώρων, την παραχώρηση χώρων και καταβολή εισφορών στο Δήμο Κερατσινίου -Δραπετσώνας από τους διαπιστωμένους ιδιοκτήτες…». 
Μέχρι πρόσφατα, και για τα προηγούμενα εκατό περίπου χρόνια, οι περιοχές κατοικίας όπισθεν της λιμενοβιομηχανικής ζώνης Δραπετσώνας στερήθηκαν την πρόσβαση στη θάλασσα εξαιτίας ενός συνεχούς αδιαπέραστου μετώπου. Επιπλέον, οι Δημότες μας στερήθηκαν και στερούνται ακόμη ενός υγιούς περιβάλλοντος και μιας καθαρής ατμόσφαιρας καθώς επίσης ελεύθερους χώρους και χώρους πρασίνου.  Η περιοχή της ζώνης των Λιπασμάτων Δραπετσώνας αποτελεί τη μοναδική προοπτική εξόδου προς τη θάλασσα, καθώς και τη μοναδική προοπτική δημιουργίας ενός εκτεταμένου ελεύθερου χώρου πρασίνου (μετά από κατάλληλες διαδικασίες απορρύπανσης και κυκλοφοριακής ρύθμισης), που θα αποζημιώνει τη γενική έλλειψη τέτοιων χώρων στις γειτονικές περιοχές κατοικίας.  Επιπλέον δε  , ένα ακόμη ζήτημα αποτελεί η ιστορικότητα του τόπου. Η περιοχή αποτελεί ένα ζωντανό μνημείο νεώτερης βιομηχανικής αρχαιολογίας, αναγνωρισμένο από την Αρχαιολογία Νεοτέρων Μνημείων και κοινωνικής ιστορίας, και τα ελάχιστα εναπομείναντα κτίρια αποτελούν με τη σειρά τους μοναδική ευκαιρία για την περιοχή να ανακαλέσει και να διατηρήσει για πάντα τη μνήμη της πρόσφατης κοινωνικής και παραγωγικής της οργάνωσης.
 Επομένως, είναι εξαιρετικά κρίσιμο για τους δημότες μας για την εν λόγω περιοχή ναδοθεί μεγαλύτερη έμφαση στους κοινόχρηστους χώρους και τους χώρους πρασίνου καθώς επίσης και σε μια ήπια εκμετάλλευση της γης, χωρίς όμως να αποκλείει την επιχειρηματική και εμπορική αξιοποίηση της περιοχής.
Θεωρούμε πως περιπτώσεις ανάπλασης όπως αυτή στα Λιπάσματα Δραπετσώνας έχουν έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα καταρχάς λόγω του βάρους του ιστορικού και κοινωνικού τους παρελθόντος και έπειτα λόγω της υπερτοπικής σημασίας ως κοινόχρηστοι χώροι πρασίνου, αναψυχής, περιπάτου και επαφής με τη θάλασσα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση μάλιστα, τα Λιπάσματα Δραπετσώνας αποτελούν τη μοναδική ευκαιρία δημιουργίας ενός τέτοιου χώρου σε ακτίνα πολλών χιλιομέτρων. Είναι απολύτως σαφές ότι τα Λιπάσματα Δραπετσώνας αποτελούν τη μοναδική ευκαιρία περιβαλλοντικής ανακούφισης και εξόδου προς τη θάλασσα όχι μόνο για τους γείτονες κατοίκους αλλά για ολόκληρη τη Δυτική Αττική. Η αξιοποίηση, λοιπόν, της εκτεταμένης αυτής περιοχής οφείλει να αποδώσει τον χώρο στους παραπάνω σκοπούς υπερβαίνοντας κατ’ εξαίρεση τη συνήθη εμπορική εκμετάλλευση της αστικής γης. Την πρωτοβουλία δε για την ανάπλαση της περιοχής αυτής ,  πρέπει να την έχει η Τοπική Αυτοδιοίκηση σε συνεργασία με την αιρετή Περιφέρεια και την Κυβέρνηση, όπως αποφάσισε το Δημοτικό Συμβούλιο σύμφωνα με τη με αριθμό 61/2011 Απόφασή του.

·      Στην παρ. Α σημείο 4 β καθορίζονται ΖΕΠ (Ζώνες Ενεργού Πολεοδομίας) ή ΖΑΑ (Ζώνες Αστικού Αναδασμού) για την περιοχή ανατολικά του νεκροταφείου της Ανάστασης.
Με το πρόσχημα της ρύθμισης των διοικητικών ορίων του Δήμου Πειραιά στην περιοχή όπου βρίσκεται το νεκροταφείο «Ανάσταση», προτείνεται για το οικοδομικό τετράγωνο και ανατολικά και νοτιοανατολικά αυτού , η θεσμοθέτηση Ζώνης Ενεργού Πολεοδομίας (Ζ.Ε.Π.) και Ζώνη Αστικού Αναδασμού (Ζ.Α.Α.), με  χρήσεις οι οποίες χειροτερεύουν τους όρους διαβίωσης των κατοίκων και είναι δυσμενέστεροι για το περιβάλλον, σε σχέση με τις χρήσεις που προβλέπονταν με το προϊσχύσαν ΓΠΣ του 1991, στο οποίο η εν λόγω περιοχή  είχε χρήσεις γενικής κατοικίας.
·      Στην παρ. Α σημείο 4 ε τίθεται τίτλος « Νεκροταφείο «Η Ανάσταση», με το αόριστο περιεχόμενο «προτείνεται η κατεύθυνση διασφάλισης του χαρακτήρα του ως χώρου στον οποίο προστατεύεται και ενισχύεται η υπάρχουσα βλάστηση». Στην ουσία η προτεινόμενη ρύθμιση εξασφαλίζει και παρατείνει τη λειτουργία του Νεκροταφείου, το οποίο λειτουργεί μη νομίμως, χειροτερεύοντας απολύτως την προβλεπόμενη χρήση για τους δημότες μας, ενώ στο προισχύσαν ΓΠΣ του 1991, η έννοια του Νεκροταφείου είχε διαγραφεί πλήρως, και η περιοχή χαρακτηριζόταν ρητά ως ελεύθερος χώρος, ως Αστικό Πράσινο και Διαδημοτικό Πάρκο.
            Ειδικότερα, ως είναι γνωστόν το Νεκροταφείο της Αναστάσεως βρίσκεται εντός του αστικού ιστού του Δήμου Κερατσινίου – Δραπετσώνας και λειτουργεί επί σειρά ετών μέχρι σήμερα χωρίς την απαιτουμένη άδεια λειτουργίας, και χωρίς να τηρεί τόσο την υγειονομική όσο και την περιβαλλοντική νομοθεσία.  Ο Δήμος Πειραιά, όπως και όλοι οι Δήμοι της Β’ Πειραιώς, μέλη του «Διαδημοτικού Συνδέσμου Δήμων Πειραιά και Δυτικής Αττικής για την ίδρυση του νέου κοινού Νεκροταφείου στο Σχιστό», σύμφωνα με την από 26/07/1994 Σύμβαση παραχώρησης, μεταξύ του “Συνδέσμου Δήμων Πειραιά και Δυτικής Αττικής” και της Κοινοπραξίας “ΓΕΚΑΤ ΑΤΕ – ΕΥΚΛΕΙΔΗΣ ΑΤΕ -ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΑΤΕΒΕ” που υπεγράφη μεταξύ των μερών για την Ιδρυση του νέου Νεκροταφείου στο Σχιστό, συμφώνησαν και ανέλαβαν την υποχρέωση να σταματήσουν τη λειτουργία των τοπικών νεκροταφείων, ενόψει της λειτουργίας του νέου στον Σχιστό. Και ενώ οι άλλοι Δήμοι – μέλη  του Συνδέσμου σφράγισαν τα δικά τους νεκροταφεία, εντούτοις, ο Δήμος Πειραιά αν και υποχρεούνταν να σταματήσει τη λειτουργία του νεκροταφείου Αναστάσεως, και παρά την Απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του την 11.3.1999, με την οποία αποφασίστηκε η διακοπή της λειτουργίας του νεκροταφείου Αναστάσεως, καθώς σύμφωνα με αυτοψία της υπηρεσίας υγειονομικού ελέγχου της Νομαρχίας Πειραιά έχει διαπιστωθεί υπερκορεσμός και ανθυγιεινές συνθήκες που εγκυμονούν κινδύνους για τη δημόσια υγεία, ήδη αν και παρήλθαν 15 χρόνια  δεν έχει προβεί στην παύση των ταφών στο εν λόγω κοιμητήριο και συνεχίζεται με αμείωτο ρυθμό η λειτουργία του. Επισημαίνουμε δε ότι παρά την έκδοση της με αριθμό 702/2000 Απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, σύμφωνα με την οποία επετράπη μόνο προσωρινά η λειτουργία του εν λόγω νεκροταφείου, και μόνον για την ταφή νεκρών στους υφιστάμενους οικογενειακούς τάφους, εντούτοις διαιωνίζεται παρανόμως η λειτουργία του από τον Δήμο Πειραιά, χωρίς την απαιτούμενη άδεια λειτουργίας, και κυρίως κατά παράβαση των προβλεπομένων εκ του νόμου προϋποθέσεων λειτουργίας του, βάσει του Π.Δ 1128/1980, άρθρο 1, με το οποίο ορίζεται ότι « τα νεκροταφεία πρέπει να βρίσκονται 250 μέτρα τουλάχιστον από το άκρο του εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως και 100 μέτρα από μεμονωμένες κατοικίες».  Κατά τη λειτουργία του δεν πληρούνται επίσης ουσιώδεις όροι από υγειονομικής, περιβαλλοντικής και αισθητικής πλευράς και δεν υπάρχει δυνατότητα εφαρμογής των υγειονομικών περιβαλλοντικών κανόνων, με αποτέλεσμα να υπάρχει έντονη δυσοσμία και ανάπτυξη εντόμων, τρωκτικών κλπ  και μικροοργανισμών με άμεσο κίνδυνο για την υγεία των περιοίκων και των επισκεπτών που σε συνδυασμό με την έλλειψη αισθητικής και ευπρέπειας του χώρου, καθίσταται αναγκαία για την προστασία του περιβάλλοντος η παύση της  λειτουργίας του εν λόγω νεκροταφείου. Η συνεχιζόμενη λειτουργία του εγκυμονεί κινδύνους για τη δημόσια υγεία, προκαλεί εξαιρετικά δυσμενείς περιβαλλοντικές επιπτώσεις, υπερμόλυνση του εδάφους από τις αλλεπάλληλες ταφές, γεγονός που δημιουργεί συνθήκες επιβαρυντικές για την υγεία των δημοτών μας και το περιβάλλον.
            Είναι προφανές για την περιβαλλοντική κατάσταση του Δήμου ότι δεν μπορεί να γίνει ανεκτή περιβαλλοντικά, η λειτουργία δύο νεκροταφείων στη δημοτική ενότητα του Κερατσινίου.
Εν τέλει, οι ανωτέρω προβλεπόμενες τροποποιήσεις που εισάγονται με την προσβαλλόμενη  πράξη , συνεπάγονται μεταβολή στους όρους δόμησης και στις χρήσεις γης, οι οποίοι δεν είναι συμβατοί με τον γενικότερο πολεοδομικό σχεδιασμό της ευρύτερης περιοχής. Οι όροι αυτοί αποκλίνουν από τα ήδη ισχύοντα με το ΓΠΣ του 1991 και συνιστούν ανεπίτρεπτη κατ’ άρθρο 24 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος επιδείνωση του οικιστικού περιβάλλοντος και των όρων διαβιώσεως των κατοίκων μας, όπως είχαν διαμορφωθεί με το προϊσχύσαν πολεοδομικό καθεστώςεφόσον με αυτές μεταβάλλονται σχεδόν στο σύνολο των πολεοδομικών ενοτήτων επί τα χείρω οι χρήσεις γης με την επιβολή δυσμενεστέρων από την άποψη της επιβάρυνσης του περιβάλλοντος χρήσεων, αυξάνεται δε σ’ αυτές ο μέσος συντελεστής δόμησης, με συνέπεια να αυξάνεται σε σχέση με το παρελθόν ο αριθμός των δυναμένων να οικοδομηθούν συνολικά στην περιοχή επιφανειών.

Στο άρθρο 24 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «1. H προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους και δικαίωμα του καθενός. Για τη διαφύλαξή του το Κράτος έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας. Νόμος ορίζει τα σχετικά με την προστασία των δασών και των δασικών εκτάσεων … 2. Η χωροταξική αναδιάρθρωση της Χώρας, η διαμόρφωση, η ανάπτυξη, η πολεοδόμηση και η επέκταση των πόλεων και των οικιστικών γενικά περιοχών υπάγεται στη ρυθμιστική αρμοδιότητα και τον έλεγχο του Κράτους, με σκοπό να εξυπηρετείται η λειτουργικότητα και η ανάπτυξη των οικισμών και να εξασφαλίζονται οι καλύτεροι δυνατοί όροι διαβίωσης. Οι σχετικές τεχνικές επιλογές και σταθμίσεις γίνονται κατά τους κανόνες της επιστήμης».
Με τις διατάξεις αυτές έχει αναχθεί σε συνταγματικά προστατευόμενη αξία το οικιστικό, φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον, από το οποίο εξαρτάται η ποιότητα ζωής και η υγεία των κατοίκων των πόλεων και των οικισμών. Οι συνταγματικές αυτές διατάξεις απευθύνουν επιταγές στο νομοθέτη (κοινό ή κανονιστικό) να ρυθμίσει τη χωροταξική ανάπτυξη και πολεοδομική διαμόρφωση της χώρας με βάση ορθολογικό σχεδιασμό, υπαγορευόμενο από πολεοδομικά κριτήρια, σύμφωνα με τη φυσιογνωμία, τις ιδιαιτερότητες και τις ανάγκες κάθε περιοχής. Κριτήρια για τη χωροταξική αναδιάρθρωση και την πολεοδομική ανάπτυξη των πόλεων και των οικιστικών εν γένει περιοχών είναι η εξυπηρέτηση της λειτουργικότητας των οικισμών και η εξασφάλιση των καλυτέρων δυνατών όρων διαβιώσεως των κατοίκων (ΣτΕ Ολομ. 1528/2003).
  
               Εξάλλου το από 23.2.1987 Π.Δ. περί κατηγοριών και περιεχομένου χρήσεων γης (ΦΕΚ Δ' 166) καθορίζει στο άρθρο 1 τις κατηγορίες χρήσεων γης στις περιοχές των γενικών πολεοδομικών σχεδίων αφενός σύμφωνα με την γενική πολεοδομική τους λειτουργία (παρ. Α : αμιγής κατοικία, γενική κατοικία, πολεοδομικά κέντρα κλπ.), αφετέρου σύμφωνα με την ειδική πολεοδομική των λειτουργία (παρ. Β : κατοικία, ξενώνες, εμπορικά καταστήματα, γραφεία, τράπεζες κλπ.). Στο άρθρο 2 ορίζεται ότι "στις περιοχές αμιγούς κατοικίας επιτρέπονται μόνον : 1. Κατοικία 2. ξενώνες μικρού δυναμικού κλπ.". Στο άρθρο 3 ορίζεται ότι "στις περιοχές γενικής κατοικίας, επιτρέπεται μόνον : 1. Κατοικία 2. ξενοδοχεία μέχρι 100 κλινών κλπ." Στο άρθρο 4 ορίζεται το περιεχόμενο του "πολεοδομικού κέντρου" και του "τοπικού κέντρου συνοικίας - γειτονιάς". Στην κατηγορία αυτή επιτρέπονται μεταξύ των άλλων ξενοδοχεία (αδιακρίτως δυναμικότητος), κέντρα διασκεδάσεως, κτίρια, γήπεδα σταθμεύσεως, εγκαταστάσεις μέσων μαζικών μεταφορών κλπ. Στα επόμενα άρθρα καθορίζεται το περιεχόμενο των λοιπών γενικών κατηγοριών χρήσεων με την απαρίθμηση των χρήσεων γης κατά την ειδική πολεοδομική τους λειτουργία, που επιτρέπεται να αποτελέσουν περιεχόμενο των γενικών κατηγοριών. 
Από τον συνδυασμό των συνταγματικών διατάξεων προς τις διατάξεις του Π.Δ. της 23.2.1987 και ιδίως εκείνων των άρθρων 2 επ. αυτού, στις οποίες ορίζεται ότι σε κάθε κατηγορία χρήσεων επιτρέπονται "μόνον" οι εκεί αναφερόμενες χρήσεις, συνάγεται ότι με την ισχύουσα νομοθεσία καθιερούται το σύστημα της "τυποποιήσεως" των κατηγοριών χρήσεων γης. Κατά το σύστημα αυτό, η διενεργούσα τον πολεοδομικό σχεδιασμό διοίκηση δεν είναι ελευθέρα να αναμειγνύει τις χρήσεις γης, νοθεύουσα τις ορισθείσες διά του Δ/τος κατηγορίες, αλλά οφείλει να επιλέγει για κάθε περιοχή μία κατηγορία χρήσεων με το περιεχόμενο, το οποίο ορίζουν οι ως άνω διατάξεις και με εξυπακουομένη τη δυνατότητα να αφαιρεί ορισμένες από τις επιτρεπόμενες χρήσεις, εφόσον δεν παραβλάπτεται η πολεοδομική λειτουργία της οικείας κατηγορίας. Εξάλλου από τις ίδιες διατάξεις προκύπτει και δη από τη σύγκριση των περιεχομένων τους ότι η γενική κατοικία συνιστά κατηγορία χρήσεων γης , δυσμενέστερη από εκείνην της αμιγούς κατοικίας , το πολεοδομικό και τοπικό κέντρο συνιστά κατηγορία χρήσεων γης δυσμενέστερη από εκείνην της γενικής κατοικίας και συνεπώς είναι ανεπίτρεπτες, κατ' αρχήν, οι μεταβολές αυτές , είτε με κανονιστική πράξη της Διοικήσεως είτε με νόμο (ΣτΕ 607/2011, 451/2003, 3756/2000, 495/2000, 313/2001). 
Κατ’ ακολουθίαν τούτων, απαγορεύεται, καταρχήν, η λήψη μέτρων που επιφέρουν επιδείνωση των όρων διαβιώσεως και υποβάθμιση του υπάρχοντος φυσικού ή του διαγραφομένου από την ισχύουσα πολεοδομική νομοθεσία οικιστικού περιβάλλοντος. Επομένως, ο κοινός νομοθέτης μπορεί να τροποποιεί τις ισχύουσες πολεοδομικές ρυθμίσεις, εφόσον η εισαγόμενη νέα ρύθμιση αποσκοπεί στη βελτίωση των συνθηκών διαβιώσεως των κατοίκων. Η τήρηση της συνταγματικής αυτής επιταγής υπόκειται στον οριακό έλεγχο του ακυρωτικού δικαστή, ο οποίος οφείλει, βάσει των διδαγμάτων της κοινής πείρας, να σταθμίσει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση κατά πόσο υποβαθμίζεται το περιβάλλον (ΣτΕ Ολομ. 1528/2003 κ.ά.).
Ειδικότερα, κατά τον καθορισμό ή την τροποποίηση χρήσεων γης, οι οποίες αποτελούν ουσιώδες στοιχείο της κατά το άρθρο 24 παρ. 2 του Συντάγματος επιβαλλόμενης, κατά τα ανωτέρω, ορθολογικής χωροταξίας και πολεοδομίας και καθορίζουν την πολεοδομική φυσιογνωμία κάθε οικισμού, από την οποία, ενόψει και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του, εξαρτάται η λειτουργικότητά του, πρέπει να αναζητείται ο πλέον πρόσφορος τρόπος θεραπείας των πολεοδομικών αναγκών, δυνάμει γενικών και αντικειμενικών κριτηρίων, συναπτομένων προς το σεβασμό του περιβάλλοντος, την ασφάλεια, υγιεινή και αισθητική, αλλά και τη λειτουργικότητα των πόλεων και οικισμών, την ικανότητά τους, δηλαδή, να επιτελούν την κύρια λειτουργία τους, χωρίς να επιρρίπτουν σε άλλους οικισμούς τα βάρη που αυτή η λειτουργία συνεπάγεται (ΣτΕ 27/2014 εν Ολομελεία).

Συνεπώς, σύμφωνα με τα ανωτέρω, οι ως άνω προτεινόμενες ρυθμίσεις είναι μη νόμιμες και για τον λόγο αυτόν πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη .

5ος ΛΟΓΟΣ
ΜΗ ΝΟΜΙΜΗ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΟΡΙΩΝ ΧΕΡΣΑΙΑΣ ΛΙΜΕΝΙΚΗΣ ΖΩΝΗΣ, ΚΑΤΑ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΩΝ ΡΥΘΜΙΣΕΩΝ ΤΟΥ Ν.2971/2001
            Με τις ρυθμίσεις της προσβαλλόμενης πράξης επιχειρείται επαναχάραξη των ορίων της ζώνης με έμφαση κυρίως στην περιοχή της ΔΕΗ και των Αλευρομύλων, κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 21 του ν. 2971/2001, και μάλιστα σε βάρος του προϊσχύσαντος Σχεδίου πόλης του 1991, κατά παράβαση και του αρ.7 παρ. 5 του ως άνω νόμου υπερβαίνοντας την εγκεκριμένη γραμμή δόμησης. Με τη ρύθμιση αυτή , τα όρια της ζώνης φέρονται να προσδιορίζονται εντός της πολεοδομικής ενότητας, κατά το προϊσχύσαν σχέδιο πόλης του Δήμου και μάλιστα αποδίδοντας χρήσεις επί τα χείρω, συγκριτικά με όσα προβλέπονταν με αυτό , καθώς η περιοχή αυτή είχε χρήση γενικής κατοικίας.
            Για τη ζώνη λιμένα (χερσαία και θαλάσσια) εφαρμόζονταν οι διατάξεις των άρθρων 14 επ. του Α.Ν. 2344/1940 (Α' 40) και του Ν.Δ. 444/1970 «περί αρμοδιοτήτων του Λιμενικού Σώματος». Στη ζώνη αυτή το Λιμενικό Ταμείο εκτελεί λιμενικά έργα, δηλαδή έργα που είναι αναγκαία για την εξυπηρέτηση της εμπορικής, ναυτικής και επιβατικής κίνησης του λιμένα. Στο άρθρο 17 του Α.Ν. 2344/1940 προβλέπεται ο τρόπος καθορισμού της χερσαίας ζώνης, με την ίδια δε διαδικασία γίνεται και η τροποποίηση ή κατάργηση ζώνης λιμένα. Η χερσαία ζώνη καθορίζεται με βάση τον αιγιαλό και τους αναγκαίους για την εκτέλεση των έργων παραλιακούς χώρους, η δε θαλάσσια προσδιορίζεται στο νόμο ως συνέχεια της χερσαίας ζώνης (άρθρο 16).
            Μετά την ισχύ του νόμου 2971/2001 «αιγιαλός, παραλία και άλλες διατάξεις»καταργήθηκε ο Ν. 2344/1940 και εφεξής ο καθορισμός της ζώνης λιμένα γίνεται με τις διατάξεις του νέου νόμου. Στο άρθρο 7 παρ. 5 του ν.2971/2001 ορίζεται ότι « όπου υφίσταται σχέδιο πόλεως , η οριογραμμή της παραλίας δεν μπορεί να υπερβεί την εγκεκριμένη γραμμή δόμησης …».  Στο δε άρθρο 21 προβλέπεται ότι: «το όριο, οι χρήσεις γης και το εν γένει σχέδιο ανάπτυξης της χερσαίας και Θαλάσσιας ζώνης λιμένα καθορίζεται με απόφαση του οικείου φορέα διοίκησης και εκμετάλλευσης λιμένα κατόπιν σύμφωνης γνώμης του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας, του Γ.Ε.Ν. των Υπουργείων Οικονομικών ... Η απόφαση του φορέα διοίκησης και εκμετάλλευσης λιμένα εγκρίνεται από το Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας και δημοσιεύεται.» Ο καθορισμός της χερσαίας και θαλάσσιας ζώνης λιμένα, γίνεται ενιαία , και ουσιαστικά η θαλάσσια ζώνη προσδιορίζεται κατά τον ίδιο τρόπο, όπως και υπό το προϊσχύον νομικό καθεστώς χωρίς να επιβάλλεται να γίνει ανακαθορισμός ορίων για τις ζώνες λιμένα, που ήδη έχουν καθοριστεί με τον Α.Ν. 2344/1940 (Γνμ ΝΣΚ 227/2005). Επιπλέον, μελλοντικές τροποποιήσεις θα ακολουθήσουν τη διαδικασία που διαλαμβάνεται στην ανωτέρω διάταξη (άρθρο 21 ν. 2971/2001) με ιδιαίτερη επισήμανση την ανάγκη παροχής σύμφωνης γνώμης των εμπλεκομένων φορέων, που μνημονεύονται στην παράγραφο 1 (Γνμ ΝΣΚ 199/2006).
Εν προκειμένω,  η  χερσαία λιμενική ζώνη για τον Οργανισμό Λιμένος Πειραιώς έχει επεκταθεί για την περιοχή «Ευγένεια» του Δήμου Κερατσινίου, σύμφωνα με τη με αριθμό 46118/25/72 (ΦΕΚ Δ‘ 234/1972) Απόφαση των Υπουργών Δημοσίων Έργων και  Ναυτιλίας, Μεταφορών και Επικοινωνιών.  Με την έκταση της χερσαίας ζώνης του Λιμένος Πειραιώς, δυνάμει της ως άνω υπουργικής απόφασης , περιορίστηκε αυτοδικαίως μέχρι των συνόρων αυτής το σχέδιο πόλης του Δήμου Κερατσινίου που είχε εγκριθεί με το διάταγμα της 31.8.1935 (ΦΕΚ Α’393/1935).
Πλην όμως , με τις αλλαγές που εισάγονται με την προσβαλλόμενη πράξη, η χερσαία ζώνη επιχειρείται να τροποποιηθεί σε βάρος του υπάρχοντος εγκεκριμένου σχεδίου πόλης του Δήμου Κερατσινίου , και κατά παράβαση των όσων ορίζονται στο άρθρο 21 του Ν 2971/2001, για τη διαδικασία καθορισμού ζώνης λιμένος. Συνεπώς, και για τους λόγους αυτούς, η προσβαλλόμενη πράξη είναι ακυρωτέα.
Επειδή έχουμε το απαιτούμενο έννομο συμφέρον για την άσκηση της παρούσης αιτήσεως , σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτιθέμενα, και δη με τις ρυθμίσεις που εισαγάγει η προσβαλλομένη πράξη κινδυνεύουμε οι κάτοικοι του Δήμου Κερατσινίου – Δραπετσώνας να βρεθούμε να διαβιούμε σε περιβαλλοντικές συνθήκες δυσμενέστερες από τις σημερινές και ακόμα και δυσμενέστερες της εποχής του 1997, όταν τερμάτισαν τη λειτουργία τους οι τελευταίες βιομηχανικές μονάδες εντός του δήμου.  Με τις εισαγόμενες ρυθμίσεις αποκλείεται η πρόσβαση εμάς των κατοίκων στο παραλιακό μέτωπο του Δήμου, και είναι αδιανόητο η πόλη μας αντί να κατακτήσει την ελεύθερη πρόσβαση στη θάλασσα και τις ακτές , με τη διαμόρφωση χώρων πρασίνου, χώρων πολιτισμού και αθλητικών δράσεων , να γεμίσει με νέες ρυπογόνες βιομηχανικές μονάδες, καταδικάζοντας έτσι οριστικά τους όρους διαβίωσής μας και των παιδιών μας . 
Επειδή η αίτησή μας είναι νόμω και ουσία βάσιμη , ασκείται δε εμπροθέσμως, πρέπει να γίνει δεκτή για τους λόγους που αναλυτικά αναφέρονται ανωτέρω.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Και όσους ακόμη παραδεκτώς θα προσθέσουμε,
ΖΗΤΟΥΜΕ
Να γίνει δεκτή η παρούσα αίτησή μας.
Να ακυρωθεί η  υπ’αριθμ. 20422/15.4.2014 (ΦΕΚ τεύχος Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων και Πολεοδομικών Θεμάτων 142/5.5.2014) απόφαση των Υπουργού και Αναπληρωτή Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και  Κλιματικής Αλλαγής για την  «Έγκριση Τροποποίησης του Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου (Γ.Π.Σ.) της Δημοτικής Ενότητας Κερατσινίου του Δήμου Κερατσινίου – Δραπετσώνας», καθώς και κάθε άλλη συναφής πράξη ή παράλειψη της Διοίκησης, ρητή ή σιωπηρή, προγενέστερη ή μεταγενέστερη.
Να επιβληθεί σε βάρος των αντιδίκων η δικαστική μας δαπάνη.
                                                                      
                                                                         Πειραιάς, 17 Σεπτεμβρίου 2014,
Ο πληρεξούσιος Δικηγόρος
    Βασίλης Π. Κατσούλης
    Δικηγόρος ΑΜ ΔΣΠ 2487
          Ηρ. Πολυτεχνείου 59, Πειραιάς
          Τηλ: 210 4536337,


ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΚΑΤ’ ΑΡΘΡΟ 48 ΤΟΥ Ν. 4055/2012
Το παρόν κατατεθέν δικόγραφο αποτελεί αίτηση ακύρωσης των: Ευαγγελίας ΚΑΡΑΚΩΣΤΑ,Νικολάου ΜΑΡΤΑΚΗ του Κων/νου,  Γεωργίου ΤΣΙΡΙΔΗ του Θεοδώρου, Νικόλαου ΜΠΕΑΖΟΓΛΟΥ του Ιωάννη, Θεολόγου ΙΓΝΑΝΤΙΑΔΗ του Χαραλάμπους, Παναγιώτη  ΛΕΟΝΤΙΑΔΗ του Ευαγγέλου, Ζαχαρία ΖΟΥΠΗ του Γεωργίου, Δημητρίου ΚΑΡΑΚΩΣΤΑ του Ελευθερίου, Εμμανουήλ ΓΛΑΜΠΕΔΑΚΗ του Αντωνίου, Βασιλικής ΛΥΜΠΕΡΗ του Θεοδώρου, Ειρήνης ΣΑΓΜΟΠΟΥΛΟΥ του Αναστασίου, Βαρβάρας ΤΣΙΔΕΜΙΑΔΟΥ του Δαμιανού, Εμμανουήλ ΜΥΡΓΙΑΛΗΣ του Νικολάου, Makki MARSEILLES(ΜΑΚΙ ΜΑΡΣΕΙΛΛ) του George, Ελπινίκης ΚΟΣΜΙΔΟΥ του Αλεξάνδρου,Ζωής ΠΕΝΤΟΤΗ του Νικολάου, Ελένης ΓΕΩΡΓΙΑΔΟΥ του Νικολάου, Καλλιόπης ΜΠΟΥΣΗ του Βασιλείου, Σοφίας ΛΕΟΝΤΙΑΔΗ του Σταματίου, Στυλιανού ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΥ του Κωνσταντίου, Εμμανουήλ ΒΑΡΒΑΝΤΑΚΗ, Αθανασίου ΚΑΛΟΓΙΑΝΤΣΙΔΗ του Γεωργίου, Οδυσσέα ΚΟΥΝΤΟΥΠΙΔΗ του Κυριάκου, Μαρίας ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ του Κωνσταντίνου, Ιορδάνη ΜΑΥΡΟΥΔΗ του Γεωργίου, Γεωργίας ΦΟΙΝΙΚΙΑΝΑΚΗ του Ιωάννη, Βασιλικής ΒΕΣΣΑΛΑ του Δημητρίου, Σόνιας ΛΕΟΝΤΙΑΔΟΥ του Σταματίου, Αγγελικής ΒΛΕΣΗ του Ιωάννου, Ιωάννη ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ του Ελευθερίου, Ελευθέριου ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ του  Ιωάννη, Αικατερίνης ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ του Νικολάου,  Μαρίας ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ τουΑθανάσιου, Μαρίας ΣΥΡΑΚΟΥ του Βασίλειου   Ευτέρπης - Έφης ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ  του Ιωάννη,Νίκου  ΤΣΑΡΝΙΤΣΙΩΤΗ του Αντωνίου, Μαρίας ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΥ του Δημητρίου, Νικόλαου ΜΠΟΥΡΛΑΚΗ του Δημητρίου, Γκίκα ΜΑΥΡΟΥΔΗ   του Μιχαήλ, Κωνσταντίνου ΤΡΕΧΑ του Στυλιανού, Χρήστου ΣΓΑΡΔΕΛΗ του Ιωάννη, Μαρίας ΡΟΥΣΣΟΥ του  Μιχαήλ,  Χρήστου ΜΠΟΗ του  Ιωάννη,Κυριακής ΒΡΕΤΤΑΚΟΥ  του Βασιλείου, Θεόδωρου  ΖΕΡΒΟΥ του Εμμανουήλ, Ελένης ΚΟΥΖΗΛΟΥ του Γεωργίου,  Νικόλαου ΡΟΥΣΣΟΥ του Ιωάννη,  Μαρίας ΧΑΙΚΑΛΗ του Ιωάννη, Χρήστου ΜΑΡΙΝΟΥ του Νικολάου, Δημητρίου ΛΕΚΚΑ του Ιωάννη, Ελένης ΜΗΛΙΩΝΗ του Φωτίου και Στυλιανού ΦΩΚΙΑΝΟΥ του Τριαντάφυλλου,
ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας (Τμήμα Ε) , για την ακύρωση της υπ’αριθμ. 20422/15.4.2014 αποφάσεως των Υπουργού και Αναπληρωτή Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και  Κλιματικής Αλλαγής για την  «Έγκριση Τροποποίησης του Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου (Γ.Π.Σ.) της Δημοτικής Ενότητας Κερατσινίου του Δήμου Κερατσινίου – Δραπετσώνας», και κατά κάθε άλλης συναφούς πράξης ή παράλειψης της Διοίκησης, ρητής ή σιωπηρής, προγενέστερης ή μεταγενέστερηςγια τους λεπτομερώς αναφερομένους σ’ αυτήν λόγους ακυρώσεως και ειδικότερα:
ΑΠαράβαση νόμου – Παράλειψη υποβολής του προσβαλλόμενου ΓΠΣ σε διαδικασία Στρατηγικής Περιβαλλοντικής Εκτίμησης: διότι για τις  τροποποιήσεις που επιφέρει στο Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο του Κερατσινίου και κυρίως οι δραστικές αλλαγές χρήσεις γης σε πολεοδομικές ενότητες και ο καθορισμός περιοχής Μητροπολιτικής Παρέμβασης για το παραλιακό μέτωπο της πόλης, θα έπρεπε να γίνουν αφού ακολουθηθεί η διαδικασία της Στρατηγικής Περιβαλλοντικής Εκτίμησης, όπως αυτή θεσπίζεται με την υπ’ αριθμ. ΥΠΕΧΩΔΕ/ΕΥΠΕ/οικ 107017 (ΦΕΚ Β’ 1225/5.9.2006) κανονιστική κοινή υπουργική  απόφαση και την Οδηγία 2001/42/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. 
Β) Παράβαση των άρθρων 24 και 43 του Συντάγματος -  διότι η έγκριση ή τροποποίηση των πολεοδομικών σχεδίων και η θέσπιση, με ρυθμίσεις κανονιστικού χαρακτήρα, όρων δομήσεως, θεσπίζονται επιτρεπτώς κατά το Σύνταγμα μόνον με την έκδοση προεδρικού διατάγματος.
Γ) Παράβαση του άρθρου 3 παρ. 5 του ν. 1337/1983 – διότι επέρχεται μονομερής τροποποίηση του ΓΠΣ της Δημοτικής Ενότητας Κερατσινίου του Δήμου Κερατσινίου – Δραπετσώνας»,  σε ουσιώδεις ρυθμίσεις αυτού, χωρίς αναπομπή στα γνωμοδοτούντα όργανα, άλλως για Ελλιπής αιτιολογία,
Δ) Παράβαση του άρθρου 24 Συντάγματος - Απαγόρευση λήψης μέτρων που επιφέρουν επιδείνωση των όρων διαβιώσεως και την υποβάθμιση του υπάρχοντος φυσικού ή οικιστικού περιβάλλοντος.

                                         Πειραιάς, 17/9/2014
                                              Ο πληρεξούσιος Δικηγόρος


Βασίλης Π. Κατσούλης
    Δικηγόρος ΑΜ ΔΣΠ 2487
          Ηρ. Πολυτεχνείου 59, Πειραιάς
          Τηλ: 210 4536337,

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Αρχειοθήκη ιστολογίου