Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2012

Η Τσεπούλα και ο Κουμπαράκος

Σας έπεσε μήπως στο χέρι ένα επίκαιρο παιδικό βιβλίο που έχει κυκλοφορήσει το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο. Λέγεται «η Τσεπούλα και ο Κουμπαράκος» κι έχει ως στόχο να μάθει την αποταμίευση, προσέξτε, την αποταμίευση στα παιδιά, μη σας πως και την αλληλεγγύη μαζί. Σου λέει το Ταμιευτήριο, μα είναι δυνατό τώρα ο Γιαννάκης, ο σπόρος, να κυκλοφορεί με δύο ολόκληρα ευρώ στην τσέπη; Δηλαδή, αν αυτό το μπασμένο μεγαλώσει, δεν θα θέλει να έχει και 20 ευρά που λέει ο λόγος στην τσέπη. Όχι, δεν μπορούμε να το επιτρέψουμε αυτό. Πρέπει να του μάθουμε από τώρα  ότι αυτά τα ευρά θα τα δίνει, θα τα αποταμιεύει και μετά χριστιανικά - χριστιανικά θα τα ακουμπά στο επίδομα αλληλεγγύης.
Ας περιηγηθούμε όμως μαζί στο ηθικοπλαστικό αυτό παραμύθι για να μάθουμε όλα τα σπάταλα παιδιά την αξία της αποταμίευσης:
«Μια φορά κι έναν καιρό σ΄ ένα όμορφο σπίτι ζούσε ένα μικρό αγόρι που το έλεγαν Γιαννάκη. Τι κι αν το σπίτι είχε να βαφτεί πέντε χρόνια, τι και αν δεν είχαν να ζεσταθούν επειδή δεν έβαλαν πετρέλαιο φέτος, τι κι αν το ψυγείο τους ήταν σχεδόν άδειο γιατί τα χρήματα του μπαμπά δεν έφτασαν για τους λογαριασμούς και τα χαράτσια, ο Γιαννάκης ήταν ευτυχισμένος με τη ζωή του, που ήταν πολύ ενδιαφέρουσα και γεμάτη από ποιοτικές εμπειρίες. Η μέρα ξεκινούσε με συναυλία λυρικής μουσικής: «Σήηηηκω, γρήγορα, σχολείο, σήηηκω σου λέω τεμπέλαγα, πρέπει να πάω στη δουλειά!» Κι ο Γιαννάκης έπλενε τη μουρίτσα του, χτένιζε τα μαλλιά του και βούρτσιζε τα δόντια του. Μετά έπαιρνε την τσάντα του και πήγαινε στο σχολείο και μετά ερχόταν στο σπίτι και διάβαζε και μετά πήγαινε στο φροντιστήριο και μετά ξαναρχόταν και διάβαζε. Κι έτσι, μετά τις τόσο ενδιαφέρουσες αυτές δραστηριότητες, μεσάνυχτα πια, τον έπαιρνε ο ύπνος ευτυχισμένος που και σήμερα είχε κάνει τόσο διαφορετικά πράγματα.
Μια μέρα ήταν άρρωστος και δεν πήγε σχολείο. Και τότε, μέσα στον πυρετό του και τις κρυάδες του, άκουσε την τσέπη του παντελονιού του να τσακώνεται με τον κουμπαρά του που είχε παλουκωθεί απάνω της και δεν έλεγε να φύγει. Αγανακτούσε η έρμη η τσεπούλα που΄ χε κεντημένη την ελληνική σημαία, κουβέντα δεν άκουγε ο κουμπαράκος.
-Γιατί τσακώνεστε; ρώτησε ο Γιαννάκης.
- Γιατί τρώγεται που είναι άδεια κι εγώ γεμάτος, είπε ο Κουμπαράκος σε σχήμα μασέλας Μέρκελ.
-Είμαι άδεια γιατί δεν προλαβαίνω να δω το χρώμα του ευρώ και συ μπαστακώνεσαι πάνω μου και μου το αρπάζεις, φώναξε η Τσεπούλα.
-Σκασμός αχάριστη. Δε φτάνει ρε που σε προσέχω και σου τα παίρνω να μην τα χαλάς και να έχει αύριο μεθαύριο ο Γιαννάκης να πληρώσει τη δόση του δανείου, το χαράτσι της ΔΕΗ, το επίδομα αλληλεγγύης και την τακτοποίηση του αυθαίρετου κοτετσιού σας, μιλάς κι από πάνω!
-Ζηλεύεις κουμπαράκο. Ζηλεύεις που ο Γιαννάκης θέλει μαζί μου να βγει βόλτα.
-Ας γελάσω τρεις! Άκου ζηλεύω. Εγώ είμαι εδώ στη γωνία και σας περιμένω πάντα και κρύβω μέσα μου τα όνειρά σας.
-Εσύ δεν ξέρεις από όνειρα, μόνο από ευρώ.
-Μάλιστα από ευρώ. Γιατί όταν τα ευρώ γίνουν πολλά, ο Γιαννάκης θα μπορεί να δίνει στις τράπεζες και σε όσους πεινάνε.
-Μα κι ο ίδιος πεινάει… Δεν πρέπει να αγοράζει στο σχολείο κάτι για να φάει;
-Και γιατί ν΄ αγοράζει; Αν αγοράζει ο Γιαννάκης, μια σταλιά σκατό, τυρόπιτες και σάντουιτς, που θα βρει η χώρα τα λεφτά να αποπληρώσει τα δάνειά της, να πληρώσει τους βουλευτές της, να κάνει εξοπλισμούς; Εγώ κι εσύ τσεπούλα πρέπει να μάθουμε από τώρα να συνεργαζόμαστε για να υπηρετούμε σωστά τους καλούς μας φίλους, τους Ευρωπαίους, τους τραπεζίτες, τους πολιτικούς. Έχεις καταλάβει πως από σένα κρέμεται όλος ο πλανήτης;
-Τι, δηλαδή η παγκόσμια τάξη κρέμεται απ΄ την τυρόπιτα του Γιάννη;
-Βεβαίως, κι απ΄ την τυρόπιτα κι απ΄ το γάλα του κι απ΄ τη μπριζόλα του. Ακούς εκεί να θέτε να φάτε την Τσικνοπέμπτη μπριζόλα; Μπριζόλα! Χάθηκε βρε η φασολάδα που έχει μεγαλώσει γενιές και γενιές Ελλήνων;…»
Σωστά, χάθηκε η φασολάδα; Μόνο μην τον πολυζορίζετε τον Έλληνα, γιατί από την πολλή τη φασολάδα δεν το΄ χει σε τίποτα άμα παραφουσκώσει, να σας γεμίσει …αέρια!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Αρχειοθήκη ιστολογίου