Πέμπτη 5 Αυγούστου 2010

ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ «ΑΚΟΡΝΤΕΟΝ»

Του. Λουκά Αποστολίδη
πρ. Αντιπροέδρου της Βουλής
υφ. Εθνικής Άμυνας και Βουλευτή.

Το νομοθετικό πλέγμα των νόμων 3845/2010 (ενσωμάτωση του μνημονίου για την εφαρμογή του μηχανισμού στήριξης της τρόικας), 3863/2010 για το ασφαλιστικό και 3865/2010 για το συνταξιοδοτικό του Δημοσίου, έχει θέσει σε διαπραγμάτευση όχι μόνο τα κοινωνικά – οικονομικά δικαιώματα του πολίτη στη χώρα μας, αλλά και την ίδια την δημοκρατία. Η οικονομική και κοινωνική πολιτική της Κυβέρνησης ασκείται στα ασφυκτικά πλαίσια του μνημονίου, με στρατηγική επιλογή την βίαιη προσαρμογή της χώρας στις αγορές. Για τις κοινωνικές συνέπειες αυτής της πολιτικής επιλογής, έχουν εκφρασθεί ζωηρές αντιδράσεις και έχει απλωθεί ένα κύμα απογοήτευσης, ανασφάλειας και οργής στους πολίτες. Παράλληλα στον επιστημονικό κόσμο και τους κοινωνικούς φορείς έχει αναπτυχθεί μια σημαντική θεωρητική συζήτηση με αντικείμενο τη συνταγματική νομιμότητα των ρυθμίσεων του μνημονίου. Η συζήτηση αυτή δεν έχει χαρακτήρα φιλολογικό, αλλά έχει τεράστιο πρακτικό, κοινωνικό και νομικό ενδιαφέρον. Οι απόψεις είναι διχασμένες.

Σημαντική μερίδα του νομικού κόσμου (πανεπιστημιακοί, δικηγόροι και δικαστές) ισχυρίζονται ότι, με τις ρυθμίσεις ων ανωτέρω νόμων, παραβιάζονται βασικές διατάξεις του Συντάγματος (άρθρα 2 και 25 §1), Διεθνείς Συμβάσεις Εργασίας (98,151 και 154), καθώς και σχετικές Ευρωπαϊκές Οδηγίες, όπως και η Χάρτα των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ευρωπαίου Πολίτη. Γεγονός βέβαια αναμφισβήτητο είναι ο περιορισμός της κυριαρχίας της Πολιτείας στον πυρήνα της κοινωνικής και οικονομικής ζωής της χώρας. Τα πάντα βρίσκονται υπό διαπραγμάτευση στα πλαίσια του μνημονίου και των γραφειοκρατών της τρόικας, που ελέγχουν τα δημόσια πράγματα στη χώρα μας.

Ο Δ.Σ.Α. και άλλοι κοινωνικοί φορείς, καθώς επίσης και συνδικαλιστικές οργανώσεις ήδη προσέφυγαν στη δικαιοσύνη για δικαστική προστασία και ανατροπή των ρυθμίσεων του μνημονίου που προσβάλλουν τα κοινωνικά δικαιώματα και περιορίζουν το επίπεδο της νομικής προστασίας της εργασίας, της ασφάλισης και του εισοδήματος εργαζομένων και συνταξιούχων.

Ορισμένες διαπιστώσεις, ως συνέπειες από την εφαρμογή των ως άνω νομοθετικών διατάξεων, που δεν επιδέχονται αμφισβήτηση, είναι οι ακόλουθες:
• Δραστικός περιορισμός των οικονομικών παροχών (σύνταξη, επικουρικό, εφ’ άπαξ).
• Αύξηση των ορίων ηλικίας.
• Αλλαγή στον τρόπο υπολογισμού των συντάξεων, που οδηγεί σε μειώσεις της τάξης του 30%.
• Υποβάθμιση της εργασίας και της συλλογικής αυτονομίας του συνδικαλιστικού κινήματος.
• Μείωση του κόστους εργασίας και απελευθέρωση στο καθεστώς απολύσεων – αποζημιώσεων.
• Υποβάθμιση του κοινωνικού διαλόγου και κατά συνέπεια της κοινωνικής και πολιτικής δημοκρατίας.

Αυτά τα κοινωνικά δικαιώματα που συνταγματικά είναι θεσμοθετημένα και βρίσκονται θεωρητικά υπό την προστασία και εγγύηση του κράτους, σήμερα παραβιάζεται και υποβαθμίζεται το επίπεδο της νομικής προστασίας, αλλά και αυτό καθ’ αυτό το περιεχόμενο των δικαιωμάτων.

Ως δικαιολογητικός λόγος προβάλλεται το δημόσιο συμφέρον και η «σωτηρία» της πατρίδας, που έχει υποκαταστήσει κάθε άλλο ιδεολογικό περιεχόμενο της Κυβέρνησης. Υπάρχουν φωνές ευτυχώς, λίγες, οι οποίες ισχυρίζονται ελαφρά την καρδία, ότι αφού περνάμε μεγάλη οικονομική κρίση «δεν βαριέσαι!», ας ανασταλούν και ορισμένες συνταγματικές ρυθμίσεις. Εξ’ άλλου το Σύνταγμα, όπως υποστηρίζει κάποιος Καθηγητής του Δικαίου, δεν εγγυάται «κανένα κοινωνικό κεκτημένο», αλλά ανάλογα με την οικονομική κατάσταση, το Σύνταγμα μπορεί να γίνει «ακορντεόν»!!! Η άποψη αυτή φαίνεται να αντιλαμβάνεται τις συνταγματικές διατάξεις ως ασπίδα προστασίας των αναγκών της πολιτικής εξουσίας και όχι ως θεματοφύλακα των δικαιωμάτων και των αναγκών της κοινωνίας. Είναι δε εξωφρενικό να ειρωνεύεται κανείς το δικαστικό σώμα, διότι ασκεί τον έλεγχο της συνταγματικής νομιμότητας των ρυθμίσεων. Η παγιωμένη νομολογία των δικαστηρίων μας είναι ότι η ταμειακή κατάσταση του Κράτους δεν αρκεί για τον περιορισμό και τις περικοπές των κοινωνικοασφαλιστικών δικαιωμάτων των εργαζομένων.

Σε αυτό το νέο θεσμικό περιβάλλον εύλογα εγείρονται ζητήματα συνταγματικής νομιμότητας. Η κοινωνία έχει κάθε δικαίωμα να προασπίζει τα δικαιώματά της που θεμελιώνονται σε συνταγματικές διατάξεις. Το να επιζητά κάποιος, φορέας ή πολίτης, τη νομική προστασία και τον δικαστικό έλεγχο των ως άνω ρυθμίσεων δεν είναι έκφραση κάποιας μορφής λαϊκισμού ή συντεχνιακής νοοτροπίας, ούτε βέβαια το εξωφρενικό που κάποιοι ελάχιστοι επιστήμονες δημόσια υποστηρίζουν ότι οι προσφεύγοντες ζητούν «λεφτά» από το Σύνταγμα και ότι το Σύνταγμα δεν εγγυάται ούτε κατοχυρώνει κοινωνικά δικαιώματα. Αλλοίμονο, αυτές οι αντιλήψεις αποδυναμώνουν την κοινωνική και πολιτική δημοκρατία. Διαπαιδαγωγούν την κοινωνία να προσαρμόζεται και να υποτάσσεται στη λογική «σφάξε με Άγια μου ν’ αγιάσω». Η κάθε εξουσία δοκιμάζεται σε περιόδους κρίσης και θαλασσοταραχής. Η ικανότητα του «καπετάνιου» για σεβασμό στον πολίτη και τα δικαιώματά του κρίνεται αυτές τις περιόδους κρίσης. Η ελευθερία των κοινωνικών φορέων στο να διαπραγματεύονται και να διαμορφώνουν πρωτογενείς κανόνες ρύθμισης των εργασιακών και κοινωνικών θεμάτων, είναι μια δημοκρατική κατάκτηση, που δεν μετριέται με τους ρυθμούς και τους αριθμούς της οικονομίας.

Πρέπει όλοι μας να συνειδητοποιήσουμε ότι το Σύνταγμα ή ισχύει ή δεν ισχύει, δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως ακορντεόν, το οποίο θα ανοίγει και θα κλείνει ανάλογα με τις ανάγκες της πολιτικής εξουσίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Αρχειοθήκη ιστολογίου